Ομιλία της καθηγήτριας κας Αναστασίας Τσαμπαρλή στην ημερίδα της 21ης Μαίου 2016

«Η σημασία του γονικού ζεύγους ως παράγοντας δόμησης του ψυχισμού».

Τσαμπαρλή Αναστασία , καθ.Κλινικής Ψυχολογίας Παν. Αιγαίου

XI6I0099-min

Σε ένα ψυχαναλυτικό κείμενο της δεκαετίας του ’80  των Cohen & Weissman με τίτλο «η γονική συμμαχία» αναφέρονται τα εξής: «..παρά το ότι τον  πρώτο χρόνο της ζωής τα παιδιά αδυνατούν  να διατηρήσουν  μια σταθερή σχέση με περισσότερο από ένα πρόσωπο  (εννοώντας ότι η προσκόλληση στην αρχή είναι μονοπρόσωπη ) η παρουσία ,η φροντίδα και η επίδειξη εν συναίσθησης και των δυο γονιών είναι απαραίτητη  προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση  των δεσμών, της ταυτότητας του φύλου αλλά και της όλης συγκρότησης του εαυτού του  παιδιού….και καταλήγουν: «….το γονικό ζεύγος είναι η μοναδική δομή του οικογενειακού συστήματος που μπορεί να ανταποκριθεί στις αναπτυξιακές ανάγκες του παιδιού»( Cohen & Weissman 1984,σ  34). Αναρωτιέται  λοιπόν, κανείς, γιατί οι διαπιστώσεις  αυτές δεν επηρέασαν τον τρόπο που βλέπουμε τη διευθέτηση των σχέσεων του παιδιού με τους γονείς του κατά το διαζύγιο. Γιατί, η λειτουργία  του γονικού ζεύγους  ως  οντότητα, ως ζωτική διακριτή λειτουργική δομή της οικογένειας  δεν  εισήλθε στον λόγο μας περί «γονικής ευθύνης» ;

Το διαζύγιο έχει αποτελέσει ένα  από τα σημαντικότερα  πεδία  έρευνας  στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών επιστημών και όχι μόνο.  Αρχικά  με γνώμονα το παθολογικό μοντέλο θεωρήθηκε ως ένα κατ’ εξοχήν τραυματικό γεγονός στη ζωή του παιδιού και φυσικά όλης της οικογένειας. Αυτό που διακυβεύεται όταν οι γονείς χωρίσουν είναι η συνέχεια της συνοχής της οικογένειας ως ομάδας και των λειτουργιών που αυτή επιτελεί για τα μέλη της. Σταδιακά , ωστόσο, φάνηκε , ότι η ύπαρξη διαφόρων παραμέτρων μπορούσαν να λειτουργήσουν  προστατευτικά  προς την ψυχική ευημερία των παιδιών και να αμβλύνουν τις επιπτώσεις του.  Σήμερα μιλάμε για παράγοντες κινδύνου και αντίστοιχα για προστατευτικούς που διασφαλίζουν τη συνέχεια της συγκρότησης του ψυχισμού του παιδιού.

Αν και η έρευνα στην κοινή επιμέλεια είναι σχετικά πρόσφατη, τα μέχρι τώρα ευρήματα δείχνουν ότι λειτουργεί ως προστατευτικός παράγοντας προς τη ψυχική ευημερία του παιδιού (Kruk, 2012). Για παράδειγμα φάνηκε ότι δίνει την ευκαιρία στο παιδί να βρίσκεται το ίδιο κοντά και με τους δυο γονείς, να περνά τον ίδιο χρόνο μαζί τους  (Bauserman, 2002; Melli and Brown, 2008) με αποτέλεσμα όχι μόνο να αποτρέπεται ο κίνδυνος  αποξένωσης του ενός  γονέα  (Bernet, von Boch-Galhau, Baker, & Morrison, 2010; Baker, 2005; Bala, Hunt, & McCarney, 2010), αλλά και να διασφαλίζεται η συνέχεια της κοινής  φροντίδας και ευθύνης των γονιών. Συγκεκριμένα,  τα  ερευνητικά ευρήματα δείχνουν ότι,  η κοινή επιμέλεια μειώνει τη γονική σύγκρουση , παρεμποδίζει την οικογενειακή βία ( Birnbaum and Bala ,2010) και  λειτουργεί ως κίνητρο διαπραγμάτευσης  και ενδυνάμωσης της συνεργασίας των γονιών  (Emery ,2007). Επιπλέον φαίνεται ότι στην κοινή επιμέλεια οι οικογενειακές συγκρούσεις , σε αντίθεση με τις οικογένειες όπου ο ένας γονιός έχει την επιμέλεια ,  τείνουν να μειώνονται μέσα στο χρόνο (Bauserman,2002 ).

Συνεπώς , η κοινή επιμέλεια φαίνεται να  λειτουργεί ως  ένα πλαίσιο  ισομερούς  συμμετοχής  των γονιών στην ανατροφή του παιδιού  και εν τέλει, ως   παράγων ανθεκτικότητας που διασφαλίζει  τη συνοχή των σχέσεων και τη ψυχική ευημερία του τελευταίου. Τα ερευνητικά ευρήματα  συνηγορούν στην υπόθεση αυτή , δεδομένου ότι  όλοι οι δείκτες  ψυχικής ευημερίας  βρίσκονται να είναι υψηλότεροι στα παιδιά   που οι γονείς  τους έχουν κοινή επιμέλεια από τα παιδιά  που ζουν με τον ένα γονιό. Ενδεικτικά  τέτοιοι δείκτες είναι: το γενικό επίπεδο προσαρμογής ,η αυτοεκτίμηση (Amato & Gilbreth, 1999; Amato,2000); Fabricius, Diaz, and Braver (2011), η κοινωνική προσαρμογή, η σχέση με τους  συνομήλικους , η ικανοποίηση από τη ζωή , ικανοποίηση από τη σχέση με τους γονείς (Lamb and Kelly, 2009; Fabricius (2003),(Fabricius, Braver,  Diaz., & Velez, 2010).κλπ.

H συνεισφορά του γονικού ζεύγους στη διασφάλιση της ψυχικής συγκρότησης του παιδικού ψυχισμού .

 Μια θεμελιώδης  θεωρητική παραδοχή της ψυχολογίας είναι ότι η  συγκρότηση του ατομικού ψυχισμού διαμείβεται σε ένα περιβάλλον οικογενειακών  δεσμών. Δεσμοί που λειτουργούν ως ένα υφάδι μέσα από το οποίο θα αναδυθεί ο εαυτός του. Η ποιότητα αυτών των δεσμών διασφαλίζουν την αίσθηση συνέχειας της ταυτότητας στο παιδί αλλά και την κατάκτηση της διαφορετικότητας του ως υποκείμενο. Στη ψυχαναλυτική θεωρία, αρχικά, δόθηκε έμφαση στη σχέση με τη μητέρα και τον πατέρα, ως διαφορετικές, ξεχωριστές ωστόσο  φιγούρες που εσωτερικέυονται με αρνητικό ή θετικό πρόσημο στο ψυχισμό του παιδιού, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ως ενδοψυχικοί πυλώνες που τροφοδοτούν θετικά ή αρνητικά την αίσθηση ασφάλειας , αυτοεκτίμησης ,ταυτότητας φύλου κλπ. Ωστόσο, η λειτουργία τους ως γονικό ζεύγος , η ενσωμάτωση του ζεύγους αυτού στον  ψυχισμό ως  ένα μορφοείδωλο με ιδιαίτερο ρόλο για τη δόμηση του παιδικού ψυχισμού,  έχει αποτελέσει σχετικά  πρόσφατο  πεδίο μελέτης. Η συμμετοχή του γονικού ζεύγους  στη δόμηση του ψυχισμού του παιδιού  είναι μια συνεχής διαδικασία. Ξεκινά με τη γέννηση και συνεχίζεται  μέχρι την ενηλικίωση του που από ψυχολογική άποψη συμπίπτει με το τέλος της περιόδου του νεαρού ενήλικα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι γονείς λειτουργούν ως ένα ψυχολογικό σύστημα που βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τη συνεχή ρευστότητα των αναγκών που χαρακτηρίζει την αναπτυξιακή του πορεία προς την ενηλικίωση. Ο διάλογος αυτός  συχνά περιγράφεται ως ένας χορός όπου οι συμμετέχοντες προσαρμόζονται ο ένας στον ρυθμό του άλλου, ενσωματώνουν στη σχέση τις νέες ανάγκες που προκύπτουν, αφήνουν άλλες πίσω τους και κυρίως δημιουργούν ένα ψυχολογικό περιβάλλον κατάλληλο να «θρέψει» τον ψυχισμό του παιδιού. Αυτό σημαίνει, του δίνουν την ευκαιρία να κατακτήσει σταδιακά όλα τα ορόσημα  που θα συναντήσει μεγαλώνοντας. Τα ορόσημα αυτά αντιστοιχούν στην απόκτηση  νέων συμπεριφορικών δεξιοτήτων .

Στην αρχή,  μέσα από την ικανότητα της μητέρας να ταυτιστεί με τις ανάγκες του βρέφους της (δηλαδή να νοιώσει όπως αυτό νοιώθει) και τη βοήθεια του πατέρα , το γονικό ζεύγος εξασφαλίζει  ένα κόσμο προβλέψιμο για το βρέφος: ένα κόσμο που διαισθάνεται τις ανάγκες του, ανταποκρίνεται σε αυτές με μια κανονικότητα που εξασφαλίζει την αίσθηση της συνέχειας του εαυτού (Winnicott1969/1963) .Το βρέφος ενδοβάλλει στον ψυχισμό του αστερισμούς σχέσεων που σταδιακά εγκαθιδρύουν σε αυτό την πεποίθηση ότι ο κόσμος γύρω του είναι αξιόπιστος, ότι είναι κάποιος που εμπνέει φροντίδα και συνεπώς αξίζει να αγαπηθεί. Με τον τρόπο αυτό το βρέφος σταδιακά φτάνει σε μια πολύ σημαντική κατάκτηση: την ικανότητα να αισθάνεται εσωτερική ασφάλεια, να έχει εμπιστοσύνη σε αυτό που κάνει και  την ικανότητα να  ζει μακροπρόθεσμες σχέσεις εγγύτητας.

Ωστόσο, στην αρχή το βρέφος δημιουργεί μονοπρόσωπες προσκολλήσεις. Σταδιακά , αποκτά την ικανότητα να προσκολληθεί μακροπρόθεσμα σε περισσότερα πρόσωπα και να διευρύνει το ρεπερτόριο των ζωτικών σχέσεων . Τότε επέρχεται μια μεγάλη αλλαγή διότι αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι πλέον εγώ και η μητέρα ή εγώ και ο πατέρας αλλά Εγώ και αυτοί οι δυο(το γονικό ζεύγος). Είναι ακριβώς σε αυτή την περίοδο που είναι γνωστή ως οιδιπόδεια, όπου το παιδί , έρχεται αντιμέτωπο με το γονικό ζεύγος ως μια οντότητα με τη δική του ξεχωριστή ζωή από την οποία το παιδί αποκλείεται. Η νέα αυτή συνθήκη το οδηγεί σε ένα νέο αντιληπτική ανακατάταξη: το πέρασμα από τη δυαδικότητα στη τριαδικότητα των σχέσεων ( Britton, 1989). Η λειτουργία τους σε αυτή την περίοδο είναι πολύ σημαντική διότι αν οι γονείς διατηρήσουν τη συνοχή τους ως ζεύγος από τον οποίο αποκλείεται το παιδί ( οι περιπτώσεις γονιών που υποχωρούν στην απαίτηση του παιδιού να κοιμηθεί μαζί τους είναι αρκετά οικεία)  τότε θα του επιτρέψουν, να κατακτήσει ένα νέο αναπτυξιακό  σύνορο: την ικανότητα να συνδέεται χωρίς να αποζητά πάντα την αποκλειστικότητα, την ικανότητα να μοιράζεται , να αποκλείεται περιστασιακά από τα οφέλη μιας σχέσης αγαπημένων άλλων χωρίς να απογοητεύεται ,να αναγνωρίζει τις ανάγκες των άλλων και ενίοτε να τις αποδέχεται , να αντιλαμβάνεται την διαφορετικότητα των άλλων , να συνεργάζεται και κυρίως να κοινωνικοποιείται. Η κατάκτηση αυτή σημαίνει ότι  στο παιδικό ψυχισμό, έχει δημιουργηθεί ένας  νέος ψυχολογικός χώρος ορόσημο που του επιτρέπει να διαπραγματεύεται στις σχέσεις τις  δικές του ανάγκες αλλά και των άλλων,  να αφήσει πίσω του τη πρώιμη φαντασίωση ότι μπορεί να διεκδικήσει τα πάντα και κατ’ αποκλειστικότητα  και κυρίως να μπορεί να διαχειρίζεται την δέσμευση αλλά και την αποδέσμευση από τις σημαντικές σχέσεις όταν χρειαστεί (Britton, 1989)..  Ωστόσο, η αναπτυξιακή αυτή κατάκτηση δεν μπορεί να γίνει στο ψυχισμό του παιδιού, αν οι γονείς δεν λειτουργούν ως ένα συνεργατικό συνεκτικό ζεύγος που διασφαλίζει τη συνέχεια και συνεπώς τη συνοχή της γονικότητας του . Στο διαζύγιο, είναι αυτή ακριβώς η συνοχή που απειλείται, δεδομένου ότι από τη στιγμή του χωρισμού πυροδοτείται θυμός, ενοχές ως συστατικά του αποχωρισμού που διαμείβεται (Noller, Feeney,Sheehan, Darlington., & Rogers, 2008). Για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη του παιδιού οι γονείς θα πρέπει να αναπτύξουν ένα συνεργατικό πλαίσιο σχέσης . Η συμμαχία αυτή θα πρέπει να οργανωθεί  γύρω από την συμπληρωματικότητα των σχέσεων, τη σταθερή ψυχολογική σύνδεση μεταξύ τους  και την ως προς τις ανάγκες του παιδιού.

Η περίοδος όπου λειτουργεί περισσότερο καταλυτικά η μοναδικότητα του γονικού ζεύγους είναι αυτή της εφηβείας. Κατά την περίοδο αυτή το παιδί ζει ένα αναπτυξιακό τίναγμα .Μετατρέπεται σε ένα α. αγγελιοφόρο , πρέσβη της νέας γενιάς , στο μέτρο που  εισάγει στην οικογένεια το νέο ,το διαφορετικό ,κάτι με το οποίο οι γονείς, άνθρωποι μιας άλλης γενιάς, συχνά δεν έχουν επαφή ή δεν κατανοούν: 1. είναι η νέα γλώσσα, ο νέος κώδικας επικοινωνίας ,διασκέδασης, μουσικής , ντύσιμο. Η πρόκληση είναι προφανής όπως και το ερώτημα: θα προσπαθήσουν να κατανοήσουν τη νέα κουλτούρα των σχέσεων ή θα την απορρίψουν; β. Ο έφηβος είναι παράλληλα ένας/μια αρχάριος φιλόσοφος στο μέτρο που αμφισβητεί, χωρίς να ξέρει πάντα γιατί. Οι αλλαγές σε γνωστικό επίπεδο τον οδηγούν σε προβληματισμούς που η οικογένεια έχει ξεχάσει. Σε αδιέξοδα που συνδέονται με την αντίληψη του απόλυτου αλλά και έντασης που συχνά συνοδεύει το λόγο του: ένας λόγος συχνά καταγγελτικός και απόλυτος . Πως θα το διαχειριστούν οι γονείς; Θα νοιώσουν απόρριψη;  γ. Ο έφηβος είναι ο έρωτας , στο μέτρο που νοιώθει έντονα τις ερωτικές του ενορμήσεις. Οι γονείς έρχονται σε επαφή με κάποιον που εκφράζει με κάθε τρόπο (συχνά μη λεκτικό) τη σεξουαλικότητα του . Αυτό τους φέρνει σε επαφή με τη δική τους σεξουαλικότητα, τον τρόπο πουν τη διαχειρίστηκαν. Πως θα το διαχειριστούν αυτό; Είναι κάτι που δεν συζητιέται ποτέ; Κάτι που απωθείται; Κάτι που συζητιέται πάρα πολύ; δ. Τέλος ο/η  έφηβος είναι ένας επαναστάτης . Επιχειρεί να καταρρίψει τα όρια (τους κανόνες που καθορίζουν , τι κάνει ποιος , και πως στην οικογένεια). Είναι μια προσπάθεια να δει πόσο τα όρια αυτά αντέχουν την ανάγκη του να προσκρούσει σε αυτά , να πάρει μια επανατροφοδότηση, να νοιώσει ότι οι ανάγκες του είναι διαχειρίσιμες. Τι θα κάνει το γονικό ζεύγος ; Θα καταφύγει σε λύσεις που ήταν αποτελεσματικές σε προηγούμενες ηλικίες του παιδιού (π.χ. . βάζοντας υπερβολικά αυστηρά όρια 😉 Ή θα δοκιμάσει καινούριες; Θα μπορέσει να δείξει την απαραίτητη ευελιξία ώστε τα θέσει νέα όρια που να ταιριάζουν στο νέο βαθμό αυτονόμησης ή θα καταρρεύσει; π.χ ή υπερβολικά χαλαρά ή διαφορετικά , ή όρια που τίθενται διαφορετικά ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής; Οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με την δική τους ικανότητα να διαχειρίζονται τον θυμό τους και συνεπώς τη σύγκρουση. Τι θα κάνουν μπροστά στη συναισθηματική ένταση που βιώνει ο έφηβος και που εύκολα οδηγεί σε αυτή τη σύγκρουση;  Θα δεχθούν τον έφηβο διότι δεν αντέχουν την αντιπαράθεση; Θα τον απορρίψουν;  Θα μπορέσουν να εγκολπωθούν και να επεξεργαστούν αυτή του την ένταση;

 Οι γονείς θα πρέπει να συνεργαστούν, να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον ώστε ο/η έφηβος να νοιώσει ότι έχει απέναντί του  ένα ζευγάρι δυνατό που ξέρει να φροντίζει, να αγαπά αλλά και να  θέτει ξεκάθαρα όρια που μπορεί κατόπιν ενδοβολής να ενσωματώσει στο δικό του ψυχισμό και να τον ενδυναμώσει.

Τέλος, είναι φανερό ότι ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό  της λειτουργίας των γονιών αλλά και όλης της οικογένειας (Τσαμπαρλή,2004), απαραίτητο για τη συγκρότηση του παιδικού ψυχισμού καθόλα τα στάδια εξέλιξης του , είναι η σύμπλευση και  η συνεργασία που φαίνεται να επιτυγχάνονται καλύτερα στο πλαίσιο μιας δομής σχέσης όπως αυτή της κοινής επιμέλειας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Amato, P. R. (2000). The consequences of divorce for adults and children. Journal of  Marriage and the Family, 62.

Aaron, L (1996).A meeting of minds. Hillsdale,NJ: Analytic Press.

Amato, P. R., & Gilbreth, J. G. (1999). Non–resident fathers and children’s well being:A meta–analysis. Journal of Marriage and the Family, 61, 557–573.

Bala, N., Hunt, S., & McCarney, C. (2010). Parental alienation: Canadian court cases 1989–2008. Family Court Review, 48(1), 164–179.

Baker, A. J. L. (2005). Long–term effects of parental alienation on adult children:

A qualitative research study. The American Journal of Family Therapy, 33(4), 289–302.

Bauserman, R. (2002). Child adjustment in joint custody versus sole custody  arrangements: A meta–analytic review. Journal of Family Psychology, 16, 91–102.

Bernet, W., von Boch-Galhau, W., Baker, A. J. L., & Morrison, S. L. (2010). Parental alienation, DSM-V, and ICD-11. The American Journal of Family Therapy, 38(2), 76–187.

Birnbaum, R., & Bala, N. (2010). Differentiating high conflict cases. Family Court Review, 48(3), 403–416

Britton, R. (1989). The missing link: parental sexuality in the oedipus complex. In:  J Steiner (Εd.), The  oedipus complex today. London: Karnac . (p.83-102).

Cohen,Ρ & Weissman, S (1984).The Parenting Alliance. In R.Cohen, B.Cohler & S. Weissman (Eds), Parenthood: A psychodynamic Perspective.(p.33-50) New York: The Guilford Press.

Emery, R. E. (2007). Rule or Rorschach?: Approximating children’s best interests. Child Development Perspectives, 1(2), 132–134.

Fabricius, W. V., Diaz, P., & Braver, S. L. (2011). Parenting time, parent conflict, parent-child relationships, and children’s physical health. In K. Kuehnle & L. Drozd (Eds.), Parenting plan evaluations: Applied research for the Family Court. New York, NY: Oxford University Press.

Fabricius, W. V. (2003). Listening to children of divorce: New findings that diverge from Wallerstein, Lewis, & Blakeslee. Family Relations, 52(4), 385–396.

Fabricius, W. V., Braver, S. L., Diaz, P., & Velez, C. E. (2010). Custody and parenting time: Links to family relationships and well-being after divorce. In M. E. Lamb (Ed.), The role of the father in child development (5th ed., pp. 201–240).Cambridge, England: Wiley.

Kruk, E. (2012). Arguments for an Equal Parental responsibility Presumption in Contested Child Custody. American Journal of Family Therapy.40: 33-35..

Lamb, M. E., & Kelly, J. B. (2009). Improving the quality of parent–child contact in separating families with infants and young children. In R. M. Galazter-Levy, J. Kraus, & J. Galatzer-Levy (Eds.), The scientific basis of child custody decisions (2nd ed., pp. 187–214). Hoboken, NJ: Wiley

Melli, M. S., & Brown, P. R. (2008). Exploring a new family form: The shared time family. International Journal of Law, Policy and the Family, 22, 231–269

Noller, P., Feeney, J. A., Sheehan, G., Darlington, Y., & Rogers, C. (2008). Conflict in divorcing and      continuously married families: A study of marital, parent–child and sibling relationships. Journal of      Divorce & Remarriage, 49(1), 1-24

Τσαμπαρλή, Α. (2004). Η Ψυχαναλυτική προσέγγιση της Οικογένειας: Αθήνα, Παπαζήσης.

Winnicott, D.W. (1960). The theory of the parent-infant relationship. International Journal of Psycho-analysis. 41, 585-595.

Winnicott, D.W. (1963). Communicating and not communicating leading to a study of certain opposites. In The maturational processes and the facilitating environment. London: Hogarth Press. Pp.179-192.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *