Yπόθεση Solarino κατά Ιταλίας, απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

selected1

Για το κείμενο στο πρωτότυπο πιέσατε το σύνδεσμο  

Yπόθεση Solarino v. Italy (προσφυγή υπαρ. 76171/13)

 

Ημερομηνία έκδοσης απόφασης 09/02/2017

Αποτέλεσμα :

  • παραβίαση του άρθρου 8 ΕΣΔΑ (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής),
  • παραβίαση του άρθρου 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ (σεβασμός της οικογενειακής ζωής).

 

     Ο προσφεύγων, Giorgio Solarino, είναι Ιταλός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1972 και ζει την Κατάνια (Ιταλία). Με την προσφυγή του διαμαρτυρείτε γιατί μία δικαστική απόφαση περιόριζε το δικαίωμα του σε επικοινωνία με την κόρη του. Το 2006, ο κ Solarino και η σύζυγός του χώρισαν.  Και στους δύο γονείς είχε αποδοθεί η κοινή επιμέλεια της κόρης τους, που ήταν ηλικίας δύο ετών κατά το χωρισμό. Το δικαστήριο διέταξε ότι το παιδί έπρεπε να διαμένει με την μητέρα του, εξασφαλίζοντας στον πατέρα δικαιώμα επικοινωνίας με διανυκτέρευση.

     Η μητέρα υπέβαλε το 2007 καταγγελία κατά του κυρίου Solarino, κατηγορώντας τον ότι έχει αγγίξει το παιδί με ένα σεξουαλικό τρόπο και ζήτησε την αφαίρεση της γονικής μέριμνας από αυτόν. Το δικαστήριο διέκοψε την επικοινωνία του κυρίου Solarino με το παιδί περιμένοντας μια πραγματογνωμοσύνη. Η πραγματογνωμοσύνη κατέληξε στο ότι ο κύριος Σολαρίνο ήταν αθώος από κάθε αδικοπραξία. Με απόφαση της 26ης Μαρτίου 2009, το δικαστήριο αποφάσισε να αποκαταστήσει την επικοινωνία περιλαμβανομένης και της τηλεφωνικής. Η μήνυση εναντίον του αρχειοθετήθηκε.

     Το 2009 η μητέρα άσκησε έφεση επιμένοντας στις κατηγορίες της. Το Εφετείο διέταξε ότι η επικοινωνία μεταξύ του κυρίου Solarino και της κόρης του θα πρέπει να λαμβάνει χώρα σε ένα προστατευόμενο περιβάλλον, και παρήγγειλε μία ακόμα πραγματογνωμοσύνη. Αυτή υποβλήθηκε στο δικαστήριο το 2011 καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε καμία απόδειξη της σεξουαλικής κακοποίησης. Με απόφαση της 29ης Ιουλίου 2011, το Εφετείο διέταξε την απαγόρευση κάθε επαφής του κοριτσιού με τον παππού και γιαγιά από πατρική γραμμή και περιόρισε την επικοινωνία μεταξύ κυρίου Solarino με το κορίτσι έως ότου αυτό γίνει δέκα ετών, αγνοώντας τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης και και στηρίζοντας τους λόγους για την απόφασή αυτή κυρίως στις υποψίες της μητέρας. Μετά από την άσκηση δύο ατελέσφορων ενδίκων βοηθημάτων κατά της πρώτης απόφασης, η επικοινωνία διετάχθη χωρίς επιτήρηση μεταξύ του κυρίου Solarino και της κόρης του χωρίς από το δικαστήριο της Κατάνια. Με την απόφασή του της 11ης Νοεμβρίου 2013 έκρινε ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι το παιδί είχε υποστεί οποιαδήποτε ψυχική βλάβη. Και στους δύο γονείς απενεμήθη η κοινή επιμέλεια του παιδιού και διετάχθη η επικοινωνία με διανυκτέρευση του κυρίου Solarino με το παιδί. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και στον δεύτερο βαθμό μετά την εκδίκαση έφεσης.

    Επικαλούμενος το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο κύριος Solarino παραπονέθηκε γιατί εμποδίστηκε για πολλά χρόνια να δημιουργήσει και να διατηρήσει οικογενειακές σχέσεις με την κόρη του. Υποστήριξε ότι ο ίδιος, οι παππούδες από πατρική γραμμή και ο ετεροθαλής αδελφός της κόρης τους είχαν υποστεί πολύ σοβαρές βλάβες ιδίως μετά την απόφαση του Εφετείου της 29ης Ιουλίου 2011. Παραπονέθηκε επίσης για την μη δίκαιη διεξαγωγή της διαδικασίας.

 

 Ακολουθούν ενδιαφέροντα αποσπάσματα της απόφασης που εκδόθηκε :

37. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, για ένα γονέα και το παιδί του, το να είναι μαζί αντιπροσωπεύει ένα βασικό στοιχείο της οικογενειακής ζωής και ότι τα εσωτερικά μέτρα που το εμποδίζουν συνιστούν μια επέμβαση στο δικαίωμα που προστατεύει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

38. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 8 της σύμαβασης τείνει ουσιαστικά να προστατεύσει το άτομο από τις αυθαίρετες επεμβάσεις των δημοσίων αρχών και ότι μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον θετικές υποχρεώσεις για τον αποτελεσματικό “σεβασμό” της οικογενειακής ζωής. Το όριο μεταξύ θετικής υποχρέωσης και αρνηντικής υποχρέωσης του Κράτους σε εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν προσφέρεται για ένα ακριβή ορισμό, αλλά οι εφαρμόσιμες αρχές είναι σε κάθε περίπωση ανάλογες. Και στις δύο περιπτώσεις πρέει να υπάρχει μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συγκρουομένων συμφερόντων των ατόμων και της κοινωνίας στο σύνολό της λαμβάνοντας υπόψη σε κάθε περίπτωση ότι το συμφέρον του παιδιού πρέπει ν’ αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα και μπορεί, ανάλογα με την φύση και τη βαρύτητά του, να κατισχύει αυτού των γονέων του.

39. Το Δικαστηριο υπενθυμίζει επίσης ότι η υποχρέωση των εθνικών αρ΄χων να λαμβάνωουν μέτρα για να διευκολύνουν τις συναντήσεις μεταξύ ενός γονέα και του παιδιού δεν είναι απόλυτη. Το κρίσιμο σημείο συνίσταται στο να γνωρίζουμε εάν οι εθνικές αρχές έλαβαν, για να διεκολύνουν την επικοινωνία, όλα τα απαρίτητα μέτρα που θα μπορούσε κανείς λογικά ν’ απαιτήσει απ’ αυτές στην προκειμένη περίπτωση. Στις υποθέσεις αυτής της κατηγορίας, ο επαρκής χαρακτήρας ενός μέτρου κρίνεται από την ταχύτητα της εφαρμογής του, καθώς η διαδρομή χρόνου πορεί να έχει συνέπειες ανεπανόρθωτες στις σχέσεις παιδιού και γονέα που δεν ζει μαζί του. Ο παράγων χρόνος λοιπόν παίρνει ξεχωριστή σημασία καθώς κάθε καθυστέρηση κινδυνεύει να επιλύσει την υπόθεση με εν τοις πράγμασι τετελεσμένα στην διαδικασία.

40.  Εξάλλου, οι εθνικές αρχές έχουν την ευκαιρία να έχουν ευθεία επαφή με όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές, το Δικαστήριο επαναλαμβανει ότι εν έχει σαν καθήκον την ρύθμιση των ζητημάτων της φύλαξης και της επικοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση ανήκει σ’αυτό το να εκτιμά υπό την οπτική γωνία της Σύμβασης τις αποφάσεις που οι εθνικές αρχές εκδίδκουν κατά την άσκηση της δικαιοδοτικης κρίσης τους. Το περιθώριο εκτίμησης που επαφίεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές ποικείλει σύμωνα με τα επίδικα ζητήματα και την σημασία των διακυβεβομένων συμφερόντων.

41. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει οτι οι αρχές απολαμβάνουν μιάς μεγάλης ελευθερίας και ειδικότερα όσον αφορά τη ρύθμιση της επιμέλειας. Πρέπει αντίθετα ένας πιο αυστηρός έλεγχος ν’ ασκείται όσον αφορά τους συμπληρωματικούς περιορισμούς, όπως αυτοί που επιβάλλονται από τις αρχές στο δικαίωμα της επικοινωνίας των γονέων  – παιδιών και στο σεβασμό τις οικογενειακής τους ζωής.  Αυτοί οι συμπληρωματικοί περιορισμοί επιφέρουν τον κίνδυνο ν’ αποκοπούν οι οικογενειακές σχέσεις με τον ένα μικρό παιδί και ένα γονέα ή και τους δύο γονείς του.

42. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο υποδεικνήυει ότι οι απόφάσεις με τις οποίες οι εθνικές αρσχές αποφάσισαν να περιορίσουν το δικαίωμα επικοιωνίας του προσφεύγοντας συνιστούν μια επέμβαση στο δικαίωμα του τελευταίου στο σεβασμό της οικογενειακής ζωής του άπό το οποίο πηγάζει μια θετική υποχρέωση του Κράτους να διατηρήσει τις προσωπικές σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών.

43. Σημειώνει το Δικασ΄τηριο ότι τα μέτρα που ελήφθησαν, που βασίζονται στις σημαντικές διατάξεις στα θέματα του αστικού κώδκα, προβλέποντο από το νόμο. Συθνάγεται ότι για τις εσωτερικές αρχες η λήψη τους είχε σαν στόχο την προστασία του συμφέροντος του παιδιού. Τα κατακριτέρα είχαν λοιπόν ένα στόχο που προβλεπόταν από τον νόμο κα΄τα τη νέννοια της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 8 της Σύμαβασης, το σεβασμό των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλου. Μένει ακόμα να εξεταστεί, βλέποντας συηνολικά την υπόθεση, εάν τα κίνητρα των οποίων έγινε επίκληση για να δικαιολογήσουν τα επίδικα μέτρα ήσαν αρκετά και τα κατάλληλα υπό τους όρους της παραγράφου 2 in fine του άρθρου 8 της Σύμβασης.

44. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο διαπιστώνει κατ’α αρχάς, ότι το 2006, ο αιτών έχαιρε ενός δικαιώματος διευρυμένης επικοινωνίας δυνάμει της απόφασης του Δικαστηρίου της κατάνιας της 13ης  ιουνίου 2006 και, μετά από την μήνυση για σεξουαλική κακοποίηση που κατατέθηκε από τη μητέρα του παιδιου, το δικαστήριο αυτό είχε αναστείλει την άσκηση του δικαιώματος περιμένοντας την έκβαση της ποινικής πραγματογνωμοσύνης. Έτσι το Δικαστήριο εκτίμηνσε ότι, περιμένοντας την έκβαση της πραγματογνωμοσύνης, το συμφέρον του παιδιού δικαιολογούσε την αναστολή και τον περιορισμό των γονικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος σε επικοινωνία και ότι νομιμοποιούσε την επέμβαση στο δικαίωμα του γονιού στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής του. Η επέμβαση ήταν λοιπόν, μέχρις την έκβαση της προκαταρκτικής εξέτασης, « αναγκαία για την προστασία των δικαιωμάτων τρίτου », εν προκειμένω του παιδιού.

45. Το Δικαστήριο θυμίζει πάντως ότι το αυτό το ίδιο συμφέρον του παιδιού απαιτούσηε επίσης να επιτραπεί στον οικογενειακό δεσμό να εξελιχθεί εκ νέου αφότου τα μέτρα τα οποία είχαν ληφθεί δεν θα ήσαν πια απαραίτητα.

46. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στη συνέχεια της αρχειοθέτησης της μήνυσης, το δικαστήριο ανηλίκων αποφάσισε, με την απόφασή του της 26 Μαρτίου 2009, βασισμένο στην πραγματογνωμοσύνη που είχε αυτό διατάξει, ότι μπορούσε ξανά να συναντά το παιδί, αφού φάνηκε ότι αυτό ήταν πολύ χαρούμενο να βλέπει το πατέρα του. 

47. Το Δικαστήριο σημειώνει πάντως ότι, μετά από αίτηση της μητέρας, από τον Σεπτέμβριο του 2009 το δικαίωμα της επικοινωνίας είχε εκ νέου περιοριστεί και , την 29η Ιουνίου 2011, το δικαστήριο ανηλίκων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματογνωμοσύνη που ήταν θετική για τον προσφεύγοντα και παρά την αρχειοθέτηση της μήνυσης, αποφάσισε ν’ απαγορεύσει κάθε επικοινωνία των παππούδων από πατρική γραμμή και να περιορίσει την επικοινωνία του πατέρα, μειώνοντας την επικοινωνία σε μία μέρα την εβδομάδα σε επιτηρούμενο περιβάλλον, έως ότου το παιδί γίνει δέκα ετών. Αποκαλύπτει ότι η απόφαση του εφετείου ήταν κυρίως αιτιολογημένη με τις υποψίες που εξέφρασε η μητέρα του παιδιού ότι ο προσφεύγων και οι παππούδες από πατρική γραμμή είχαν επιδοθεί σε σεξουαλικές θωπεύσεις του μικρού κοριτσιού.

48. Το Δικαστήριο παρατηρεί στη συνέχεια ότι μόλις τον Νοέμβριο 2013 ο προσφεύγων μπόρεσε να ξαναρχίσει να συναντά ελεύθερα την ανήλικη, χωρίς επιτήρηση, δύο φορές την εβδομάδα, στη συνέχεια της απόφασης του δικαστηρίου της Κατάνης που είχε υπογραμμίσει και κανένας κίνδυνος βλάβης του παιδιού δεν υφίστατο.

49. Το Δικαστήριο επίσης διαπίστωση, βασισμένο στο πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης που κατατέθηκε το 2011, ότι το δικαστήριο της Κατάνης είχε κρίνει τον Ιούνιο 2015 ότι το παιδί, που ήταν πλέον μεγαλύτερο των 10 ετών, ότι είχε υποστεί βαριά βλάβη εξαιτίας της επέμβασης στην σχέση με τον πατέρα, τους παππούδες της πατρικής γραμμής και τον ετεροθαλή αδελφό που είχε γεννηθεί εν τω μεταξύ. Σύμφωνα με το δικαστήριο, η απόφαση που ελήφθη από το εφετείο της 29ης Ιουλίου 2011 ήταν το αποτέλεσμα μιας εσφαλμένης εκτίμησης της πραγμοτογνωμοσνύνης και είχε βασιστεί σε εσφαλμένη αιτιολογία.

50. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το Εφετείο δεν είχε λάβει υπόψη της την πραγματογνωμοσύνη που διεξήχθη στο παιδί και το προσφεύγοντα και, μεταξύ άλλων, οι υποψίες που είχαν γεννηθεί σε βάρος του προσφεύγοντα και σε βάρος των παππούδων από πατρική γραμμή ότι δήθεν είχαν επιδοθεί σε σεξουαλικές θωπεύσεις στην ανήλικη ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο το δικαίωμα επικοινωνίας του προσφεύγοντα είχε  περιοριστεί.

51.  Το Δικαστήριο έχει τη γνώμη, αντίθετα με το Δικαστήριο της Κατάνης, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης έδειξαν ότι τα εθνικά δικαστήρια τα οποία δεν πήραν υπόψη τους ούτε το πόρισμα των πραγματογνωμόνων που απέκλειε τις σεξουαλικές κακοποιήσεις ούτε το ότι η μήνυση ετέθη στο αρχείο, δεν εξέτασε με επιμέλεια την κατάσταση του παιδιού. Παρατηρεί ότι το Εφετείο αντίθετα εκτιμά, με βάση απλές υποψίες, ότι η διατήρηση της επικοινωνίας με τον αιτούνται και τους παππούδες από πατρική γραμμή, μπορούσε να επιφέρει βλάβη στην εξέλιξη του παιδιού.

52.  Το Δικαστήριο εκτιμά, δεδομένης της σημασίας του θέματος – να γνωρίσει την σχέση πατέρα παιδιού – αυτό το δικαστήριο δεν έπρεπε να υποκύψει σε απλές υποψίες για να περιορίσει το δικαίωμα του αιτούντα σε επικοινωνία και να θεωρήσει, αντίθετα με τα προμνησθέντα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και την αρχειοθέτηση της μήνυσης, ότι η διατήρηση της επικοινωνίας με τον πατέρα και τους παππούδες από πατρική γραμμή μπορούσε να επιφέρει βλάβη στην ανάπτυξη της ανηλίκου.

53.  Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο ΕΔΔΑ θεωρεί ότι το εφετείο δεν παρουσίασε επαρκή αιτιολογία για να αιτιολογήσει την απόφασή του, που είχε μεταγενέστερα μεταρρυθμιστεί με δύο διαδοχικές αποφάσεις του δικαστηρίου της Κατάνης, που περιόριζαν το δικαίωμα επικοινωνίας του προσφεύγοντος για την περίοδο μεταξύ Σεπτέμβριο  2009 και Νοέμβριο 2013.

54.  Με αυτά τα δεδομένα το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εθνικές αρχές ξεπέρασαν το όριο της εκτίμησης που έχουν και λοιπόν αυτές προσέβαλαν σε βάρος του προσφεύγοντα τα δικαιώματα που εγγυάται το άρθρο 8 της Σύμβασης. 

Επιδικάστηκε αποζημίωση  7 000 EUR στον προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και 6 000 EUR για δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ΕΔΔΑ.  

 

Απόψεις Επισκεπτών ( 2 )

    1. gonisAdmin Post author

      Το πρωτότυπο είναι στα Γαλλικά και θα το βρείτε στο λίνκ που δημοσιεύεται με το άρθρο. Συνεπιμέλεια

      Reply

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *