Για την κοινή επιμέλεια τέκνων

 

 

 

 

Για να δείτε το πρωτότυπο πιέσατε ΕΔΩ

 

 

     Με αφορμή αυτή την απόφαση γράφει ο Κωνσταντίνος Λαδάκης (Ιατρός Νευρολόγος, μέλος του Διεθνούς και του Ελληνικού Συμβουλίου Κοινής Ανατροφής).

 

      Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα θεσμικοί παράγοντες της ελληνικής Δικαιοσύνης έχουν εκφράσει δημοσίως την απόλυτη βεβαιότητά τους ότι η αποκλειστική επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων, έπειτα από τη λύση του γάμου των γονέων τους, είναι η μοναδική πρακτικώς εφαρμόσιμη λύση, πλην ίσως ελαχίστων εξαιρέσεων. Αυτό, ωστόσο, που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, ενώ αναφέρονται σ’ ένα θέμα που αφορά πρωτίστως και κυρίως στα παιδιά, δεν κάνουν την παραμικρή νύξη στη Διεθνή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Παιδιού. Το ίδιο ισχύει και για τις δικαστικές αποφάσεις, που εκδίδονται για τα θέματα αυτά. Η απουσία της Διεθνούς Σύμβασης από τα κείμενα και τους λόγους των τιμητών της αποκλειστικής επιμέλειας είναι καθολική. Όταν ο οποιοσδήποτε «άλλος» επικαλείται τη Διεθνή Σύμβαση, οι τιμητές «απαντούν» με απόλυτη, «εκκωφαντική» σιωπή. Είναι προφανές ότι διαφωνούν με τη Διεθνή Σύμβαση, αλλά κωλύονται να το παραδεχτούν δημοσίως.

 

      Η Διεθνής Σύμβαση Δικαιωμάτων του Παιδιού είναι η μοναδική συνθήκη ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει λάβει τόσο ευρεία επικύρωση και αποτελεί εκτενές σύνολο νομικά δεσμευτικών διεθνών κανόνων για την προαγωγή και την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών. Η Ελλάδα την κύρωσε στις 2 Δεκεμβρίου 1992 (νόμος 2101/1992) και, δυνάμει του άρθρου 28, παρ. 1 του Συντάγματος, επιβάλλεται να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και να υπερισχύει έναντι κάθε άλλης, αντίθετης διάταξης νόμου.

 

      Δεν υπάρχει καμία σύγκρουση Συντάγματος και Διεθνούς Δικαίου, ούτε κανένα κώλυμα για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου (συμβατικού και εθιμικού) στην εσωτερική έννομη τάξη. Επομένως, τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόσουν έστω και κατ’ ένσταση κάθε εσωτερικό νόμο που είναι αντίθετος με τη Διεθνή Σύμβαση. Όμως ο Έλληνας δικαστής εμφανίζεται παντελώς απρόθυμος να εφαρμόσει τη Διεθνή Σύμβαση, με αποτέλεσμα αυτή να αποτελεί γράμμα νεκρό για το ελληνικό δικανικό σύστημα. Ουσιαστικά, ο Έλληνας δικαστής είναι παντελώς ανέτοιμος να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που του παρέχει το διεθνές δίκαιο για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού.

 

      Ο Έλληνας δικαστής στην καθημερινή πρακτική του δεν μπαίνει καν στον κόπο να λάβει υπόψη του τις ιδιαίτερες ατομικές και συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν στην κάθε φορά κρινόμενη υπόθεση. Καταρχάς θεωρεί δεδομένη και συντριπτική την υπεροχή της αποκλειστικής επιμέλειας έναντι της συνεπιμέλειας (αυτό αποτελεί σαφή προκατάληψη, καθώς η άποψη αυτή, με βάση τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις, είναι έωλη και αυθαίρετη). Ακολούθως, με εντελώς υπεραπλουστευτικό τρόπο, κρίνει τον καταλληλότερο γονιό «συνεκδοχικά», χρησιμοποιώντας ως μοναδικό κριτήριο το φύλο του (αυτό ονομάζεται έμφυλη διάκριση ή σεξισμός). Η αφαίρεση της επιμέλειας από τον πατέρα μετονομάζεται σε ανάθεση της επιμέλειας στη μητέρα. Οι προσωρινές διαταγές δίνονται με απίστευτη προχειρότητα και οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων, που τις ακολουθούν, απλώς αναπαράγουν τα ίδια αποτελέσματα. Τελικώς, η κύρια δίκη αποτελεί τυπική διαδικασία, καθώς το αποτέλεσμά της έχει προδικαστεί από τις προσωρινές διαταγές.

 

      Θα μπορούσα να παραθέσω πληθώρα από σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες και σύγχρονες επιστημονικές έρευνες, αλλά ο νομικός κόσμος εμφανίζεται παντελώς απρόθυμος να τις ακούσει. Είναι εγκλωβισμένος ανάμεσα σε στερεότυπα και προκαταλήψεις, κρατώντας μία στάση που εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «νομολογιακός φονταμενταλισμός». Το σεξιστικό δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας, το οποίο επικρατεί στην ελληνική νομολογία, βασίζεται στις «νεότερες» επιστημονικές αντιλήψεις της δεκαετίας του 1950, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να αναθεωρούνται το 1983, όταν δηλαδή ψηφίστηκε ο Αστικός Κώδικας. Ωστόσο, τα δυναμικά και οι ρόλοι μέσα στη σύγχρονη ελληνική οικογένεια έχουν αλλάξει δραματικά, συγκριτικά με αυτά της ελληνικής οικογένειας του 1983 και ακόμα περισσότερο συγκριτικά με αυτά της δεκαετίας του 1950. Γι’ αυτό η ελληνική νομολογία έχει οδηγήσει στην αποτελμάτωση του δικαίου και στην παγίωση δικανικών ρυθμίσεων, που δεν εκφράζουν πια την κοινωνία. Η αδιάλλακτη και ναρκισσιστική εμμονή του ελληνικού νομικού κόσμου σ’ έναν παρωχημένο εθνοκεντρισμό, όσον αφορά στο θέμα της προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού, βλάπτει πρώτα απ’ όλους το ίδιο το παιδί.

 

       Όταν η κρίση του δικαστή λειτουργεί ελεύθερα, τότε η δημοκρατία προάγεται. Όμως, όταν η κρίση του δικαστή βασίζεται σε στερεότυπα και προκαταλήψεις και έρχεται σε αντίθεση με τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις, ενώ αγνοεί και τις αλλαγές που έχουν επέλθει στη σύγχρονη ελληνική οικογένεια, τότε η δημοκρατία περιορίζεται. Τέλος, όταν ο δικαστής εξορθολογίζει την καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκειμένου να υποστηρίξει τα στερεότυπα, τότε η δημοκρατία απειλείται. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *