Γονικός Χρονος και εναλασσόμενη κατοικία. Επιμέλεια : 10 κοινοί μύθοι

ΠΗΓΗ :T H E   N E B R A S K A   L A W Y E R,

J A NUA R Y /  F E B R U A R Y  2 0 1 3

ΓΟΝΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΔΕΚΑ ΚΟΙΝΟΙ ΜΥΘΟΙ

 

Της Dr. Linda Nielsen

 

Ποιο είναι το καλύτερο μοντέλο για την ανατροφή των πιο πολλών παιδιών στην περίπτωση διαζυγίου ;

 

Πρέπει τα παιδιά και τα νήπια να διανυκτερεύουν με τον γονιό που δεν έχει την επιμέλεια; Και εάν όχι γιατί ; Και τότε, για πόσο χρόνο ;

 

Είναι η κοινή επιμέλεια με  εναλλασσόμενη κατοικία καλύτερη για τα παιδιά από το να ζουν με ένα γονιό και για χρόνο που ποικίλει να ζουν με τον άλλο γονιό – κυρίως στα Σαββατοκύριακα ;

 

Επιτυγχάνει  η κοινή επιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία μόνο για ένα μικρό αριθμό καλά μορφωμένων και με μεγαλύτερο εισόδημα γονείς που έχουν πολύ συνεργάσιμη και ελεύθερη από συγκρούσεις σχέση και που συμφωνούν να μοιράζονται χωρίς διαμεσολάβηση ή αντιδικία ή συμβιβασμό μέσω δικηγόρων ;

 

Εφόσον οι περισσότερες μητέρες αναλαμβάνουν το 80 % της φροντίδας των παιδιών, μετά το διαζύγιο δεν θα έπρεπε τα παιδιά να ζήσουν την ίδια αναλογία του χρόνου με αυτές ;

 

Dr. Linda Nielsen

 

 Η Dr. Linda Nielsen είναι καθηγήτρια της Ψυχολογίας των Εφήβων και της Εκπαίδευσης στο Wake Forest University στο Winston Salem, NC για 36 χρόνια. Είναι η συγγραφέας πέντε βιβλίων και δεκάδων επιστημονικά αξιολογημένων άρθρων σε περιοδικά.
Οι τομείς της επιστημονικής της δραστηριότητας είναι η εξίσου κοινή επιμέλεια για τα παιδιά των διαζυγίων και οι σχέσεις πατέρα-κόρης. Οι κριτικές της 30χρονης έρευνάς της για την εξίσου κοινή επιμέλεια παρουσιάστηκαν  στο εθνικό συνέδριο της Association of Conciliation and Family Courts και στο Συνέδριο Οικογενειακού Δικαίου του Μidwestern, και δημοσιεύτηκαν στο American Journal of Family Law and στο Journal of Divorce and Remarriage.
Καλείται συχνά να παρέχει μια επιτομή της έρευνας αυτής στους νομοθέτες στην Αμερική και στο εξωτερικό.

 

Ερωτήσεις όπως αυτές δημιουργούν σημαντικούς δημόσιους διαλόγους μεταξύ των δικαστών, των πολιτικών και των επιστημόνων της ψυχικής υγείας. Δυστυχώς δημιουργούν επίσης και μύθους και εσφαλμένες αντιλήψεις που συχνά παρουσιάζονται σαν «έρευνες» και συνέδρια και σεμινάρια, στο ίντερνετ, ή σε μη ακαδημαϊκούς κύκλους. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτοί οι μύθοι ξεπερνούν  και υπερβάλουν τα ευρήματα από μόνο λίγες από τις υπάρχουσες μελέτες. Στη χειρότερη περίπτωση, δεν βρίσκουν στην πράξη έδαφος σε οποιαδήποτε υπάρχουσα έρευνα.

Σε κάθε περίπτωση, εσφαλμένες αντιλήψεις που δεν βασίζονται σε ευρύ φάσμα πρόσφατων, μεθοδολογικά ορθών, στατιστικά σημαντικών εμπειρικών δεδομένων έχουν ένα αντίκτυπο στις αποφάσεις της επιμέλειας και στους νόμους για την επιμέλεια. Σαν εμπειρικά δεδομένα εννοώ έρευνες όπου τα ποσοτικά δεδομένα  έχουν στατιστικά αναλυθεί και δημοσιευθεί σε αξιολογημένα επιστημονικά περιοδικά – αντίθετα με άρθρα όπου οι γνώμες και οι θεωρίες παρουσιάζονται, συχνά χωρίς το πλεονέκτημα της επιστημονικής αξιολόγηση. Δυστυχώς εμείς οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουμε δουλέψει λίγο προς το να μοιραστούμε τις εμπειρικές έρευνες  με άλλους επαγγελματίες ή με τους γονείς που χωρίζουν. Σαν αποτέλεσμα, λίγες μελέτες – συχνά απαρχαιωμένες ή με σοβαρά μεθοδολογικά ελαττώματα – διαδίδονται ευρέως σαν “η έρευνα”. Σ’ αυτό το πνεύμα, αυτή ή συνοπτική επισκόπηση παρουσιάζει σύγχρονες έρευνες που αντικρούουν δέκα από τις πιο κοινές αντιλήψεις σχετικά με την επιμέλεια του παιδιού.

Είναι καλύτερα για τα παιδιά εάν ο χρόνος με κάθε γονιό κατανέμεται σύμφωνα με τον χρόνο που κάθε γονιός περνούσε στην φροντίδα του παιδιού κατά τη διάρκεια του γάμου.  Εφόσον οι περισσότερες παντρεμένες γυναίκες ασχολούνται τουλάχιστον με το 80% της φροντίδας, ο χρόνος με κάθε γονιό θα έπρεπε να κατανεμηθεί αντίστοιχα.  Αυτή η προοπτική, στην οποία γίνεται αναφορά σαν τον κανόνα της προσέγγισης δεν βασίζεται σε εμπειρική έρευνα. Αυτή είναι μια αμφισβητήσιμη γνώμη – μία άποψη που συζητήθηκε ευρέως σε επιστημονικά αξιολογημένα περιοδικά.  Μια πλήρης συζήτηση πάνω σ’ αυτό το δημόσιο διάλογο παρέχεται στο άρθρο του Richard Warshak στο Baltimore Law Review[1].

1 . Πολλά στοιχεία πρέπει να διατηρηθούν σε σχέση με την πρόταση προσέγγισης.

Πρώτον, τα περισσότερα παντρεμένα ζευγάρια μοιράζονται εξίσου τον χρόνο ανατροφής των παιδιών. Εργαζόμενοι γονείς περνάνε περίπου 60 λεπτά στα Σαββατοκύριακα με τα παιδικά ενώ οι εργαζόμενες μητέρες  περνάνε 90 λεπτά. Αυτό θα είναι το ισοδύναμο  120 διανυκτερεύσεων με τον πατέρα μετά το διαζύγιο[2].

Οι πατέρες κάτω των 30 ασχολούνται μόνο για 45 λεπτά λιγότερο με την  φροντίδα του παιδιού στις μέρες εργασίας απ’ ότι κάνουν οι μητέρες.  Σε δύο εθνικές έρευνες με 2000 γονείς, οι πατέρες πέρασαν 33 ώρες την εβδομάδα με τα παιδιά και ενώ οι μητέρες πέρασαν 50. Τα παιδιά κάτω της ηλικίας των 6 απαιτούν 3 φορές περισσότερο γονικό χρόνο απ’ ότι  τα μεγαλύτερα παιδιά. Και όποιος γονιός έρχεται πρώτος στο σπίτι από τη δουλειά ή όποιος εργάζεται τις λιγότερες ώρες γενικά ασχολείται περισσότερο με την φροντίδα των παιδιών. Όσο περισσότερο χρόνο δουλεύει η μητέρα εκτός σπιτιού, τόσο περισσότερο χρόνο περνά ο πατέρας με τα παιδιά. Αλλά οι μητέρες που είναι πιο πιθανό να μείνουν στο σπίτι με τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας είναι συνήθως οι λιγότερο εκπαιδευμένες γυναίκες που δεν θα κέρδιζαν αρκετά εάν δούλευαν για να πληρώσουν για την φροντίδα του παιδιού.

Δεύτερον, οι ρυθμίσεις των παντρεμένων ζευγαριών για τα μικρά παιδιά είναι προσωρινές και δεν έχουν σκοπό να γίνουν μόνιμες, όπως οι αποφάσεις για επιμέλεια, μέχρι το παιδί να φθάσει 18.

Τρίτον, οι ώρες φροντίδας δεν είναι συνώνυμες με την ανατροφή των παιδιών. Το γεγονός ότι ένας γονιός περνά περισσότερο χρόνο με το πλαιδί δενβ σημαίνει ότι ο άλλος γονιός ασχολείται λιγότερο με την ανατροφή του παιδιού ή ότι η παρουσία του ή η παρουσία της σημαίνει κάτι λιγότερο από αυτή του άλλου γονιού ή ότι η παρουσία του ή της είναι λιγότερο σημαντική και θετική. Βρέφη και νήπια έχουν μία κύρια “φιγούρα προσκόλλησης” στην οποία προσκολλώνται πιο δυνατά σε μια μικρότερη ηλικία απ’ ότι κάνουν με τον άλλο γονιό. Με αυτό το δεδομένο, δεν πρέπει να χωρίζονται από τον πρωταρχικό τους γονιό για μεγάλες χρονικές περιόδους, ειδικά να μην διανυκτερεύουν με τον πατέρα τους, εκτός από σπάνιες ευκαιρίες για σύντομες περιόδους. Η επικρατούσα άποψη μεταξύ των περισσότερων σύγχρονων ερευνητών της προσκόλλησης και των ειδικών για την ανάπτυξη του παιδιού είναι ότι δεν υπάρχει μία «πρωταρχική» φιγούρα προσκόλλησης. Αντίθετα,  τα βρέφη σχηματίζουν ισχυρούς δεσμούς προσκόλλησης και με τους δύο γονείς και περίπου στον ίδιο χρόνο.

Όποια και αν είναι η προτίμηση που μπορεί να έχουν τα βρέφη για ένα γονιό εξαφανίζεται στην ηλικία των 18 μηνών. Δεν σημαίνει ότι όλοι οι ερευνητές συμφωνούν σ’ αυτό το σημείο. Εντούτοις, πρόσφατες εμπειρικές έρευνες γκρεμίζουν εκ θεμελίων της παραδοσιακές αντιλήψεις για πρωτεύοντες και δευτερεύοντες γονείς – την αντίληψη ότι η σχέση του παιδιού με την μητέρα του είναι πιο σημαντική απ’ ότι αυτή με τον πατέρα του[3] [4].

Τα περισσότερα βρέφη και νήπια γίνονται περισσότερο ευερέθιστα ή δείχνουν άλλα σημεία κακής προσαρμογής όταν διανυκτερεύουν με τους πατέρες τους. Με αυτό το δεδομένου δεν έπρεπε να υπάρχει μικρή η λίγη διανυκτέρευση για τα βρέφη ή τα νήπια. Μόνο επτά μελέτες υπάρχουν που εξέτασε βρέφη και παιδιά προσχολικής ηλικίας που έχουν διανυκτέρευση και που δεν έχουν διανυκτέρευση. Καμία από αυτές δεν βρήκε στατιστικά σημαντικές διαφορές στο βαθμό που ενοχλούνται ή άλλα μέτρα κακής προσαρμογής που συνδέονται με αυτή καθ’ εαυτή την διανυκτέρευση. Με δεδομένη την σύγχυση και τον δημόσιο διάλογο πάνω στο ζήτημα, αξίζει να δώσουμε περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτές τις μελέτες.

Τέσσερις μελέτες διεξήχθησαν πριν 15 με 21 χρόνια. Η πρώτη αξιολόγησε 25 παιδιά ενός έως πέντε ετών που ζούσαν μισό χρόνο με  2* 3, 4* κάθε γονιό. Στο τέλος ενός χρόνου, αυτά τα παιδιά των οποίων η συμπεριφορά και η εξελικτική διαδικασία χειροτέρεψε ήταν αυτά τα οποία είχαν βίαιους, αλκοολικούς, αδιάφορους ή με άλλο τρόπο πολύ δυσλειτουργικούς γονείς. Οι ερευνητές επίσης σημείωσαν : “Το πιο εντυπωσιακό εύρημα ήταν ότι τα παιδιά κάτω από την ηλικία των τριών ήταν σε θέση να διαχειριστούν τις πολλές μεταβάσεις που πήγαζαν από τις διανυκτερεύσεις των συμφωνιών της κοινής επιμέλειας”[5]. Η δεύτερη μελέτη περιέλαβε 25 παιδιά κάτω της ηλικίας των δύο και 120 της ηλικίας των δύο έως πέντε ages όταν οι γονείς τους χώρισαν. Τέσσερα χρόνια μετά, αυτά που έζησαν 30% του χρόνου τους με τους πατέρες τους ήσαν καλύτερα σε όλα τα μεγέθη της συναισθηματικής, ψυχολογικής και συμπεριφορικής ευεξίας. Επιπλέον 40%  από αυτά που δεν διανυκτέρευαν πριν την ηλικία των τριών με τους γονείς τους δεν είχαν πια καμία επαφή με αυτόν  – μια απώλεια που συνέβη μόνο στο 1.5% των παιδιών που διανυκτέρευαν.[6]

Η τρίτη μελέτη συνέκρινε βρέφη ηλικίας 12 έως 20 μηνών : αυτά που διανυκτέρευαν με τους πατέρες, αυτά που δεν διανυκτέρευαν και αυτά που ζούσαν με παντρεμένους γονείς. Τα βρέφη κατατάχθηκαν σε ατά που έχουν ασφαλή, αποφευκτική, αμφίθυμη ή αποδιοργανωμένη προσκόλληση με την μητέρα τους. Ένα έτος μετά 85% από αυτά αξιολογήθηκαν ξανά. Ανεξάρτητα από τον τύπο της οικογένειας, τα λιγότερο σίγουρα προσκολλημένα βρέφη είχαν μητέρες που δεν ανταποκρινόντουσαν στις ανάγκες τους. Και δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις κατατάξεις της προσκόλλησης  μεταξύ αυτών που διανυκτέρευαν και αυτών που δεν διανυκτέρευαν[7].

Η τέταρτη μελέτη περιέλαβε βρέφη ηλικίας  τριών έως πέντε ετών. Στο τέλος δύο ετών, αυτά που ζούσαν με τους πατέρες τους δέκα μέρες το μήνα ήσαν καλύτερα προσαρμοσμένα ψυχολογικά και δεν διέφεραν στην κοινωνική ή ψυχολογική προσαρμογή. Επιπλέον, ο αριθμός που ζούσε αυτό συχνά με τους πατέρες τους αυξήθηκε από 25% σε 38%  στο διάστημα των δύο ετών[8].

Δύο μελέτες διεξήχθησαν πιο πρόσφατα. Είναι ενδιαφέρον το ότι η πρώτη, που δεν αξιολογήθηκε ούτε δημοσιεύθηκε σε ακαδημαϊκό περιοδικό πριν κυκλοφορήσει από την κυβέρνηση της Αυστραλίας, συγκέντρωσε σημαντική προσοχή μεταξύ των επιστημόνων της ψυχικής υγείας, των νομικών και των πολιτικών.  Πράγματι παραπέμπεται συχνά σαν η πηγή περί του ότι η διανυκτέρευση είναι κακή για τα παιδιά[9]. Οι περιορισμοί αυτής της έκθεσης έχουν απαριθμηθεί από έναν αριθμό διεθνώς αναγνωρισμένων ερευνητών[10]. Για παράδειγμα, το μέγεθος των δειγμάτων σε ορισμένα γκρουπ ήταν πολύ μικρό και μια ευρεία πλειοψηφία γονέων δεν είχαν ποτέ παντρευτεί μεταξύ τους. Αφήνοντας στην άκρη αυτούς τους περιορισμούς, για τα παιδιά από την νηπιακή ηλικία έως τα πέντε, υπήρχαν πολύ λίγες διαφορές μεταξύ αυτών που ποτέ δεν διανυκτέρευαν και αυτών που διανυκτέρευαν.

Οι μέσες βαθμολογίες ήσαν παρόμοιες σε μέτρα ευερεθιστότητας, συνολικής υγείας, εντοπισμού της μητέρας, αρνητικής ανταπόκρισης σε ξένους, αναπτυξιακά προβλήματα, συναισθηματική λειτουργία και επιμονή. Τα παιδιά τεσσάρων έως πέντε που διανυκτέρευαν περισσότερο από εννιά βράδια το μήνα είχαν περισσότερες διαταραχές ελλειμματικής προσοχής σύμφωνα με τις μητέρες. Αλλά αυτό μπορεί πολύ καλά να συνδέεται μετ το φύλο παρά με την διανυκτέρευση. Αυτό γιατί τα αγόρια ήταν πιο πιθανό να διανυκτερεύουν συχνότερα απ’ ότι τα κορίτσια και τα αγόρια είναι πιο πιθανό στον γενικό πληθυσμό  απ’ ότι τα κορίτσια να έχουν διαταραχές ελλειμματικής προσοχής [11].

Οι πιο ορθή μεθοδολογικά μελέτη στο Πανεπιστήμιο Yale αποτελεί μέρος ενός προγράμματος εν εξελίξει. Αυτή η μελέτη απευθύνθηκε σε 132 παιδιά ηλικίας δύο με έξι των οποίων οι διαζευγμένοι ή ποτέ παντρεμένοι γονείς είχαν χωρίσει. Από αυτά 31 % πέρασε μια εβδομάδα διανυκτέρευσης με τους πατέρες τους, 44 % περισσότερο από μία μια 25 % καμία. Γα τα δύο με τεσσάρων ετών, αυτά που είχαν διανυκτέρευση δεν ήσαν διαφορετικά με αυτά που δεν είχαν, όσον αφορά τα προβλήματα ύπνου, άγχους, επιθετικότητας ή κοινωνικής απόσυρσης. Ήσαν εμπάσει περιπτώσει λιγότερα επίμονα στο να ολοκληρώνουν καθήκοντα. Σύμφωνα με τους πατέρες τους, αλλά όχι με τις μητέρες τους, όσα διανυκτέρευαν ήσαν περισσότερο οξύθυμα. Συνολικά, οι διαφορές ήσαν μικρές. Όμως, για τα τεσσάρων με έξι ετών, τα παιδιά με διανυκτέρευση είχαν λιγότερα προβλήματα απ’ ότι άλλα παιδιά – ειδικότερα τα κορίτσια. Όπως καταλήγουν οι ερευνητές «Οι διανυκτερεύσεις δεν έχουν θετικά αποτελέσματα ή προκαλούν δυστυχία σε βρέφη και ωφελούν τα παιδιά ηλικίας 4 με 6 ετών (σ. 135)»[12].

Η τελική μελέτη αξιολόγησε 24 παιδιά ηλικίας ενός έως έξι που διανυκτέρευαν κατά μέσο όρο οχτώ νύχτες το μήνα. Σχεδόν 55 % ταξινομήθηκαν να έχουν μια ανασφαλή προσκόλληση στην μητέρα τους, που είναι μεγαλύτερη από τον μέσο όρο του 33 % του γενικού πληθυσμού. Η ηλικία στην οποία οι διανυκτερεύσεις ξεκίνησαν και οι διαμάχες των γονέων δεν είχε σχέση με την ταξινόμηση αλλά η αλλά είχε σχέση η προσοχή ή η παραμέληση των μητέρων[13].

Στο σύνολό τους, οι επτά αυτές οι μελέτες δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι η διανυκτέρευση  έχει αρνητικές επιπτώσεις για βρέφη ή παιδιά προσχολικής ηλικίας. Τα περισσότερα παιδιά θέλουν να ζουν μόνο με ένα γονέα και να έχουν μόνο ένα σπίτι. Η εξίσου κοινή ανατροφή των παιδιών με εναλασσόμενη κατοικία δεν αξίζει τον κόπο, σύμφωνα με τα περισσότερα παιδιά. Στη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών που ζούσαν μαζί με τις μητέρες τους, μετά το διαζύγιο των γονιών τους, δεν άρεσε το ότι έχουν τόσο λίγο χρόνο με τον πατέρα τους[14]. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία που έχουν ζήσει σε οικογένειες με εξίσου κοινή ανατροφή των παιδιών λένε ότι η ταλαιπωρία του να ζουν σε δύο σπίτια άξιζε τον κόπο – κυρίως επειδή ήταν σε θέση να διατηρήσουν στενές σχέσεις και με τους δύο γονείς[15]. Όταν υπάρχει υψηλή λεκτική σύγκρουση μεταξύ των γονέων, είναι καλύτερα για τα ο χρόνος με τον πατέρα τους να είναι περιορισμένος. Επειδή περισσότερο χρόνο με τον πατέρα τους αυξάνει τις συγκρούσεις των γονέων, τα παιδιά σε κοινές κατοικίες επιμέλεια πιο συχνά αλιεύονται στη μέση των συγκρούσεων. Επειδή ο περισσότερος χρόνο με τον πατέρα τους αυξάνει τις συγκρούσεις των γονέων, τα παιδιά στις εξίσου κοινές επιμέλειες με εναλασσόμενη κατοικία συχνά παγιδεύονται στη μέση συγκρούσεων. Με την εξαίρεση του συνεχόμενου προτύπου συμπεριφοράς  σωματικής σύγκρουσης ή βίας, η συντριπτική πλειοψηφία των μελετών δεν υποστηρίζουν αυτές τις πεποιθήσεις [16] [17] [18]. Στις παντρεμένες και στις χωρισμένες οικογένειες, οι συγκρούσεις των γονέων συνδέονται συχνά με τα χειρότερα αποτελέσματα για τα παιδιά. Ωστόσο, όσον αφορά την επιμέλεια και τις συγκρούσεις, τρεις ευρήματα ξεχωρίζουν.  Πρώτον, η σύγκρουση παραμένει γενικά υψηλότερη στις οικογένειες αποκλειστικής ή κοινής επιμέλειας – ειδικά εάν ο χρόνος που περνά με κάθε γονιό δεν είναι ίσος. Δεύτερον, τα περισσότερα παιδιά δεν εκτίθενται σε περισσότερες συγκρούσεις ή τοποθετούνται στην μέση πιο συχνά σε οικογένειες εξίσου κοινή ανατροφή των παιδιών. Τρίτον, τα περισσότερα παιδιά σε εξίσου κοινή επιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία και αυτά που βλέπουν τον πατέρα τους συχνά είναι καλύτερα κατά την μέτρηση της ευημερίας, ακόμη και όταν οι γονείς τους έχουν σύγκρουση εν εξελίξει. Η ποσότητα της σύγκρουσης πρέπει να είναι ένας πρωταρχικός παράγων όταν αποφασίζεται το πώς θα διατεθεί οχρόνος ανατροφή των παιδιών. Εκτός αν υπάρχει ιστορικό σωματικής κακοποίησης ή βίας, για τους λόγους που μόλις παρουσιάστηκαν, από μόνη της η υψηλή λεκτική σύγκρουση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως λόγος για να περιοριστεί ο χρόνος γονικής ανατροφής. Όχι μόνο μπορεί ένα μεγάλο μέρος αυτής της σύγκρουσης να μειωθεί μέσω προγραμμάτων ανατροφή των παιδιών, αλλά η σύγκρουση γενικά μειώνεται μέχρι το τέλος του πρώτου έτους ή μετά το χωρισμό. Ειδικά κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την επιμέλεια, η σύγκρουση δεν είναι ένα αξιόπιστο μέσο πρόβλεψης των μελλοντικών συγκρούσεων. Επιπλέον, η λεκτική σύγκρουση συνδέεται με λιγότερες αρνητικές συνέπειες για τα παιδιά από ότι το  έχουν πολύ λίγο χρόνο με τον πατέρα τους. [19] [20]. Και οι δύο γονείς πρέπει να συμφωνήσουν αμοιβαία να μοιραστούν την επιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία διαφορετικά αυτές οι οικογένειες θα αποτύχουν. Οι συμφωνίες για την εξίσου κοινή ανατροφή των παιδιών θ’ αποτύχουν εάν αυτά προκύψουν από διαμεσολάβηση, αντιδικία ή νομικές διαπραγματεύσεις. Αυτό το καταφέρνει μόνο για μια μικρή, αυτοπροσδιοριζόμενη ομάδα που είναι πολύ συνεργάσιμη και δεν έχει παρά  μικρή ή και καμία σύγκρουση. Στις μελέτες που εξέτασαν το πως οι γονείς τα κατάφεραν στην εξίσου κοινή επιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία τους, το 20% – 85% των γονέων δεν αρχικά ήθελε την εξίσου επιμέλεια. Για πολλές οικογένειες, όπου τα παιδιά επιτυχώς ζούσαν σε δύο σπίτια, η εξίσου κοινή γονική ανατροφή ήταν ένας συμβιβασμός που επετεύχθη μέσω της διαμεσολάβησης, της αντιδικίας, ή της διαπραγμάτευσης των δικηγόρων [21] Οι περισσότερες οικογένειες με εναλλασσόμενη κατοικία αποτυγχάνουν. Τα παιδιά καταλήγουν να ζουν με τον ένα γονέα ούτως ή άλλως. Μετρημένες οπουδήποτε 2-4 χρόνια μετά το διαζύγιο, το 65% -90% αυτών των οικογενειών συνεχίζει να μοιράζεται την εξίσου κοινή επιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία [22]. Η ποιότητα των σχέσεων των παιδιών με τον πατέρα τους δεν έχει σχέση με το πόσο χρόνο που περνούν μαζί μετά το διαζύγιο. Ο χρόνος με τον πατέρα, ειδικά ο χρόνος που δεν περιορίζεται κυρίως τα Σαββατοκύριακα ή σε άλλα μικρά τμήματα του χρόνου, συνδέεται στενά με την ποιότητα και την αντοχή της σχέσης πατέρα παιδιού. Αυτό το είδος του χρόνου με τον πατέρα σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με θετικά αποτελέσματα για τα παιδιά του διαζυγίου [23] [24]. Εξετάζοντας το μεγάλο σώμα της πρόσφατης εμπειρικής έρευνας που αντικρούει αυτούς τους δέκα μύθους, αξίζει να θυμηθούμε ότι οι άνθρωποι μπορούν να βρίσκουν πάντα κάποια μελέτη που θα υποστηρίξουν κάθε μία από αυτές τις πεποιθήσεις. Ορισμένες μπορεί να βασίζονται σε πολύ παλιά δεδομένα. Άλλες είναι μεθοδολογικά εσφαλμένες. Μερικές φορές οι διαφορές που δεν είναι στατιστικώς σημαντικές και αναφέρονται ως “μια τάση”, ή “μια διαφορά” ή “υποδηλώνεται ότι”. Για να είμαστε σίγουροι, όλες οι μελέτες έχουν ορισμένους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Εντούτοις, χρησιμοποιώντας τις μηχανές αναζήτησης των κοινωνικών επιστημών στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες για να βρούμε τα πρόσφατα αξιολογημένα επιστημονικά άρθρα σε ακαδημαϊκά περιοδικά, θα μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητές μας να βρούμε τη γενική συναίνεση μεταξύ των πιο έγκριτων ερευνητών. Να μοιραζόμαστε τα περισσότερα από την έρευνα αυτή με το νομοθέτη, τους εργαζόμενους στην ψυχική υγεία και τους νομικούς.

* Αυτό το άρθρο βασίστηκε σε 64 άρθρα που δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά που αξιολογήθηκαν επιστημονικά. Δεδομένων του περιορισμού του χώρου, λιγότερο από το έν τρίτο των παραπομπών παραθέτονται σ’ αυτό το άρθρο. Είμαστε στην διάθεσή σας για το σύνολό τους.

Linda Nielsen.

 

 


[1] 1 Warshak, R. (2011) Parenting by the clock: The best interst of the child standard and the approximation rule. Baltimore Law Review 41, 85-163.

[2] Bianchi, S., Robinson, J., and Milkie, M. Changing rythyms of the American family (2006) Sage, New York.

[3] Special issue on attachment and divorce (July, 2012). Family Court Review

[4] Newland, L., Freeman, H., and Coyle, D. Emerging Topics on Father Attachment (2011) Routledge, New York.

[5] McKinnon, R., and Wallerstein, J. (1987) Joint custody and the preschool child. Conciliation Courts Review 25, 39-47.

[6] Maccoby, E., and Mnookin, R. Dividing the child (1992) Harvard University Press, Cambridge, Mass.

[7] Solomon, J., and George, L. (1999) The effects on attachment of overnight visitation on divorced and separated families: A longitudinal follow up. In Attachment Disorganization in Atypical Populations (Solomon, J. G. L., Ed.) pp 243-264, Guilford, New York.

[8] Kline, M., Tschann, J., Johnston, J., and Wallerstein, J. (1989) Children’s adjustment in joint and sole physical custody families. Developmental Psychology 25, 430-438.

[9] McIntosh, J., Smyth, B., Kelaher, M., and Wells, Y. L. C. (2010) Post separation parenting arrangements: outcomes for

infants and children. Australian Government, Sydney, Australia.

[10]  Parkinson, P., and Cashmore, J. (2011) Parenting arrangements for young children: Messages for research. Australian Journal of Family Law 25, 236-257.

[11] Kerns, S., and Prinz, R. (2012) Coparenting children with attention deficit disorders and disruptive behavior disorders. In Parenting plan evaluations: applied research for the family court (Kuehnle, K., and Drozd, L., Eds.) pp 330-369.

 

[12] Pruett, M., Ebling, R., and Insabella, G. (2004) Critical aspects of parenting plans for young children. Family Court Review 42, 39-59.

[13] Altenhofen, S., Sutherland, K., and Biringen, Z. (2010) Families experiencing divorce: Age at onset of overnight stays as

predictors of child attachment. Journal of Divorce and Remarriage 51, 141-156.

[14] Kelly, J. (2012) Risk and protective factors for children of divorce. In Parenting plan evaluations: Applied research for the family court (Kuehnle, K., and Drozd, L., Eds.) pp 145-173, Oxford University Press, New York.

[15] Nielsen, L. (2013) Shared Residential Custody: A recent research review. American Journal of Family Law (forthcoming issue).

[16] Johnston, J., Roseby, V., and Kuehnle, K. In the name of the child: Understanding and helping children of conflicted and violent divorce (2009) Springer, New York.

[17] Deutsch, R., and Pruett, M. (2009) Child adjustment and high conflict divorce. In The scientific basis of child custody decisions (Levy, R., kraus, L., and Levy, J., Eds.) pp 353-375, Wiley, New York.

[18] Lamb, M., and Kelly, J. (2009) Improving the quality of parent child contact in separating families with infants and young children. In The scientific basis of child custody decisions (Levy, R., kraus, L., and Levy, J., Eds.) pp 187-214, John Wiley & Sons, Hoboken, NJ.

[19] Lamb, M. (2012) Critical analysis of research on parenting plans and children’s well-being. In Parenting plan evaluations: Applied research for the family court (Kuehnle, K., and Drozd, L., Eds.) pp 214-246, Oxford University Press, New York.

[20]  Birnbaum, R., and Bala, N. (2010) Toward the differentiation of high conflict families: An analysis of social science research and Canadian case law. Family Court Review 48, 403-416.

[21] 21 Nielsen, L. (2011) Shared parenting after divorce: A review of shared residential parenting research. Journal of Divorce and Remarriage 52, 586-609.

[22] Melli, M., and Brown, P. (2008) Exploring a new family form the shared time family. International Journal of Law, Policy and Family 22, 231-269.

[23] Amato, P., and Dorius, C. (2012) Fathers, children and divorce. In The Role of the Father in Child Development (Lamb, M., Ed.) pp 177-201, John Wiley & Sons, New York.

[24] Aquilino, W. (2010) Noncustodial father child relationship from adolescence into young adulthood. Journal of Marriage and Family 68, 929-945.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *