ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ZAUNEGGER κατά ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

ΥΠΟΘΕΣΗ ZAUNEGGER κατά Γερμανίας

(Προσφυγή νο 22028/04)

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ

3 Δεκεμβρίου 2009

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

03/03/2010

Αυτή η υπόθεση είναι οριστική, δεν μπορεί να διορθωθεί παρά μόνο ως προς την μορφοποίηση.

Στην υπόθεση Zaunegger κατά της Γερμανίας,

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (πέμπτο τμήμα), συνεδρίασε σε τμήμα με σύνθεση :

Peer Lorenzen, πρόεδρος,

Karel Jungwiert,

Rait Maruste,

Mark Villiger,

Isabelle Berro-Lefèvre,

Mirjana Lazarova Trajkovska, δικαστές,

Bertram Schmitt, δικαστής ad hoc,

και ο  Stephen Phillips, βοηθός γραμματέας του τμήματος,

Αφού διασκεύθηκε σε συμβούλιο την 20η Οκτωβρίου 2009,

Δημοσιεύει την ακόλουθη απόφαση, που ελήφθη κατά την ίδια ημερομηνία :

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Η υπόθεση ερείδεται στην προσφυγή (αριθ. 22028/04) κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, από υπήκοο του κράτους αυτού, τον κ. Horst Zaunegger («ο αιτών»), ο οποίος προσέφυγε στο Δικαστήριο 15 του Ιουνίου του 2004, σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση»).

2.. Ενώπιον του Δικαστηρίου, ο  προσφεύγων αρχικά εκπροσωπήθηκε από τον F. Wieland, δικηγόρο στη Βόννη, και στη συνέχεια, από τον G. Rixe, δικηγόρο Bielefeld. Η Γερμανική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της, την κα. Α. Wittling-Vogel, Ministerialdirigentin στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης.

3. Στην προσφυγή του, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν προσβάλει το δικαίωμά του σε σεβασμό της οικογενειακής ζωής του και ότι είχε υποστεί δυσμενή διάκριση με κριτήριο την ιδιότητά του του άγαμου πατέρας.

4.  Με την απόφασή του της 1ης Απριλίου 2008, το τμήμα, στο οποίο η υπόθεση είχε χρεωθεί κήρυξε την προσφυγή παραδεκτή.

5.  Το τμήμα αποφάσισε, μετά από διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ότι δεν ήταν αναγκαίο να λάβει χώρα ακρόαση επί της ουσίας (άρθρο 59 § 3 τελευταίο εδάφιο του Κανονισμού του Δικαστηρίου). Κάθε μέρος έχει υποβάλει γραπτά σχόλια σχετικά με τις παρατηρήσεις του άλλου.

6. Μετά την εξαίρεση της κας Jaeger, δικαστού εκλεγμένου για την Γερμανία (άρθρο 28 του κανονισμού), η Κυβέρνηση πληροφόρησε το Δικαστήριο, την 3η Αυγούστου 2009, ότι είχε διορίσει τον κ. Schmitt Bertram για να συμμετέχει στην σύνθεση ως δικαστής ad hoc αντί της κ. Jaeger, σύμφωνα με το άρθρο 29 § 1 a του κανονισμού.

ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

I. ΙΣΤΟΡΙΚΟ

7.  Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1964 και κατοικεί στο Pulheim.

8.  Είναι πατέρας ενός κοριτσιού που γεννήθηκε εκτός γάμου το 1995. Ο ενδιαφερόμενος και η μητέρα του παιδιού χώρισαν τον Αύγουστο του 1998, μετά από `πέντε χρόνια κοινής ζωής. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2001, το παιδί ζούσε στο διαμέρισμα του πατέρα του. Το διάστημα αυτό η μητέρα είχε μετακομίσει σε άλλο διαμέρισμα στο ίδιο κτίριο. Οι γονείς του παιδιού δεν είχαν υποβάλει δήλωση για από από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας  (Gemeinsame Sorgerechtserklärung) και έτσι  η μητέρα είχε λάβει την αποκλειστική γονική μέριμνα της κόρης τους (alleinige Personensorge) σύμφωνα με το άρθρο 1626a § 2 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch)  βλ. παρακάτω «Στοιχεία του εθνικού δικαίου, συγκριτικού δικαίου και εσωτερική πρακτική.” [ΣτΜ Στην Ελλάδα για ιστορικούς λόγους ακολουθείται η τριχοτόμηση της γονικής μέριμνας σε γονική μέριμνα, επιμέλεια, φροντίδα ενώ η σύγχρονη τάση είναι η συνένωση σε ένα όρο,  αυτό  της γονικής ευθύνης – Parental responsibility]

9.  Τον Ιανουάριο του 2001, το παιδί μετοίκησε στο διαμέρισμα της μητέρας του. Το ζήτημα της επικοινωνίας μεταξύ του πατέρα και της κόρης έγινε το αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των πρώην συντρόφων. Τον Ιούνιο του 2001, με τη βοήθεια του Γραφείου Προστασίας Νέων της Κολωνίας (Köln-Nippes Jugendamt), οι γονείς κατέληξαν σε συμφωνία σύμφωνα με την οποία επιτρεπόταν στον προσφεύγοντα να δει την κόρη τους κάθε Τετάρτη απόγευμα έως την Πέμπτη  το πρωί, κάθε Κυριακή από τις 10:00 έως τη Δευτέρα το πρωί και τον μισό χρόνο κατά τη διάρκεια των διακοπών, συνολικά περίπου τέσσερις μήνες το χρόνο. Το 2001, σε μία ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε, ο προσφεύγων προσέφυγε στο δικαστήριο προκειμένου να επιτύχει την έκδοση διαταγής για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, διότι, παρά τις καλές σχέσεις που είχε με τη μητέρα του παιδιού του όσον αφορά άλλα θέματα, αυτή δεν ήταν διατεθειμένη να συναινέσει στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας.

10.  Στις 18 Ιουνίου 2003 , το Πρωτοδικείο Κολωνίας ( Amtsgericht Köln ) απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντα με το σκεπτικό ότι δεν υπάρχει νομική βάση που του επιτρέπει να κηρύξει παραδεκτό το αίτημα του ενδιαφερομένου Σημείωσε ότι οι σχετικές διατάξεις του γερμανικού δικαίου δεν επιτρέπουν την κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων ενός παιδιού που γεννήθηκε εκτός γάμου, εάν δεν είχαν προβεί σε μια δήλωση από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, εάν δεν ήσαν παντρεμένοι ή είχαν ζητήσει με μια κοινή συμφωνία την έκδοση της διαταγής για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας βασιζόμενη στο άρθρο 1672 § 1 του Αστικού Κώδικα. Παραπέμποντας σε μια απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2003 από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ( Bundesverfassungsgericht , κατωτέρω, παράγραφοι 18-21 ) , το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 1626a του Αστικού Κώδικα ήταν σύμφωνο με τον Σύνταγμα . Εκτιμώντας ότι δεν υπήρχε άλλη λύση υπό το καθεστώς της εφαρμοστέας νομοθεσίας, έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να ακούσει τους διαδίκους .

11.  Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής . Στις 2 Οκτωβρίου 2003 , το Εφετείο της Κολωνίας ( Köln Oberlandesgericht ) απέρριψε την έφεση. Για να το αποφασίσει αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει γάμου μεταξύ των πρώην συντρόφων , δεν μπορούσε ν’ αποδοθεί γονική μέριμνα στον πατέρα του παιδιού , όπως προβλέπεται στο τμήμα 1626a του Αστικού Κώδικα , και επισήμανε ότι δεν υπέβαλαν δήλωση για από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας . Τόνισε ότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο , με την απόφασή του της 23ης Ιανουαρίου 2003, είχε καταλήξει υπέρ της συνταγματικότητας του άρθρου 1626a του Αστικού Κώδικα σε σχέση με τους γονείς παιδιών εκτός γάμου που χώρισαν μετά την 1 Ιουλίου 1998 . Επεσήμανε ότι ο χωρισμός των πρώην συντρόφων επήλθε τον Αύγουστο του 1998 , και ότι οι ενδιαφερόμενοι διέθεταν λοιπόν μια περίοδο ενός μήνα και μισού πριν από το χωρισμό τους για να συντάξουν δήλωση από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας .  Σημειώνοντας ότι η νέα νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1998 και ότι είχε διαφημιστεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα , έκρινε ότι οι άγαμοι γονείς θα έπρεπε να έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για το ζήτημα αυτό και σημείωσε ότι είχαν ψηφιστεί νέες νομικές διατάξεις .

12.  Στις 15 Δεκεμβρίου 2003, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε με μια αναιτιολόγητη απόφασή του να εξετάσει τη προσφυγή κατά της συνταγματικότητας που ασκήθηκε ενώπιόν του από τον προσφεύγοντα παραπέμποντας στις σχετικές διατάξεις του κανονισμού του.

II.  ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΤΟ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ.

A.  Η σχετική εθνική νομοθεσία,

1.  Οι σχετικές διατάξεις του γερμανικού Αστικού Κώδικα

13.  Οι νομικές διατάξεις του διέπουν το δικαίωμα της επιμέλειας και της επικοινωνίας βρίσκονται στον γερμανικό Αστικό Κώδικα («Αστικός Κώδικας»). Το άρθρο 1626 § 1 του Κώδικα ορίζει ότι ο πατέρας και η μητέρα έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να ασκούν τη γονική μέριμνα (elterliche Sorge) για ανήλικο παιδί τους.

14.  Το πρώην άρθρο 1705 του Αστικού Κώδικα ανέθεσε πλήρως εκ του νόμου τη φροντίδα των παιδιών που γεννήθηκαν εκτός γάμου στην μητέρα τους. Ωστόσο, η διάταξη αυτή κρίθηκε αντισυνταγματική από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο τον Ιούλιο του 1996. Την 1η Ιουλίου 1998, η μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου (Reform zum Kindschaftsrecht, BGBl 1997, σ.. 2942) που εκδόθηκε για την εφαρμογή της απόφασης του ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου τέθηκε σε ισχύ. Σύμφωνα με το νέο άρθρο 1626a § 1 του Αστικού Κώδικα, οι γονείς του ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του μπορούν να δουν να τους ανατίθεται η γονική μέριμνα από κοινού, αν δηλώσουν ότι θέλουν να πάρουν το σύνολο (δήλωση για από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας) ή αν παντρευτούν. Ελλείψει μιας τέτοιας δήλωσης ή γάμου, η μητέρα του παιδιού αναλαμβάνει μόνη της τη γονική μέριμνα σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1626a.

15.  Όταν ο χωρισμός των γονέων δεν έχει απλά ένα προσωρινό χαρακτήρα και εάν η μητέρα αναλάβει μόνη της τη γονική μέριμνα σύμφωνα με το άρθρο 1626a § 2 του Αστικού Κώδικα , το άρθρο 1672 § 1 του ίδιου Κώδικα επιτρέπει στο δικαστή οικογενειακών υποθέσεων να μεταφέρει την αποκλειστική γονική μέριμνα στον πατέρα , κατόπιν αιτήματος ενός εκ των γονέων και με τη συγκατάθεση του άλλου . Γίνεται δεκτό ένα τέτοιο αίτημα , όταν η μεταβίβαση της γονικής μέριμνας εξυπηρετεί τα συμφέροντα του παιδιού . Σε περιπτώσεις όπου η γονική μέριμνα  μεταφέρθηκε , όπως προβλέπεται στο άρθρο 1672 § 1 , το άρθρο 1672 § 2 επιτρέπει στον δικαστή να εκχωρήσει αργότερα και στους δύο γονείς , κατόπιν αιτήματος ενός εξ αυτών και με τη συγκατάθεση του άλλου , υπό την προϋπόθεση ότι η ενέργεια αυτή δεν είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα του παιδιού .  Η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει επίσης και στην περίπτωση της ακύρωσης της μεταβίβασης της γονικής μέριμνας που έγινε βάσει του άρθρου 1672 § 1 . Αντίθετα, οι γονείς που είχαν από κοινού τη γονική μέριμνα επί των τέκνων τους, πριν από το χωρισμό τους, επειδή ήταν παντρεμένοι πριν ή μετά τη γέννηση του παιδιού ή είχε υποβληθεί δήλωση για από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, συνεχίζουν να την ασκούν από κοινού μετά το χωρισμό τους, εκτός αν ένας δικαστής οικογενειακών υποθέσεων στον οποίο προσέφυγε ένας από τους γονείς του δώσει την αποκλειστική γονική μέριμνα στο όνομα του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, όπως το επιτρέπει το άρθρο 1671.

16.  Σύμφωνα με το άρθρο 1666 του Κώδικα, ο δικαστής οικογενειακών υποθέσεων πρέπει να λάβει τα προστατευτικά μέτρα που είναι απαραίτητα, όταν η φυσική, ηθική ή το παιδί ψυχολογική ευημερία του παιδιού απειλείται από αμέλεια των γονιών του και των δεν είναι πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι αυτή την κατάσταση. Το παιδί δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ενός μέτρου που οδηγεί στο να το χωρίσει από ένα από τους γονείς του παρά μόνο εάν εκτεθεί σε κίνδυνο από την απουσία ενός τέτοιου μέτρου (άρθρο 1666a).

2.  Η νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου

17.  Με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2003 , το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε αντισυνταγματικό το άρθρο 1626a του Αστικού Κώδικα με την αιτιολογία ότι δεν παρέχει μια μεταβατική περίοδο για τους άγαμους συντρόφους που είχαν παιδιά και ζούσαν μαζί το 1996, αλλά είχαν χωρίσει πριν τεθούν  σε ισχύ, την 1η Ιουλίου 1998 , οι νέες διατάξεις του οικογενειακού δικαίου ( δηλαδή αυτούς που δεν μπόρεσαν να προβούν σε κοινή δήλωση πριν από την 1η Ιουλίου 1998) . Για να καλύψει αυτό το κενό του νόμου υπό το φως των συνταγματικών απαιτήσεων , ο Γερμανός νομοθέτης πρόσθεσε ένα άρθρο 224 § 2 ) στον Εισαγωγικό Νόμο του Αστικού Κώδικα ( Einführungsgesetz σε das bürgerliche Gesetzbuch ) την 31η Δεκεμβρίου 2003 . Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή , για την περίπτωση των άγαμων ζευγαριών που είχαν ένα παιδί εκτός γάμου , που έζησε μαζί τους και το οποίο χώρισε πριν από την 1η Ιουλίου 1998, τα δικαστήρια μπορούν να αγνοήσουν την άρνηση της μητέρας να συναινέσει στην κατανομή των αρμοδιοτήτων γονική αν το μέτρο είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού ( Kindeswohl ) .

18. Στην ίδια απόφαση , το Δικαστήριο έκρινε ότι , εκτός από τις δυσκολίες που σχετίζονται με την απουσία μεταβατικής περιόδου , το άρθρο 1626a § 2 του Αστικού Κώδικα , δεν προσβάλλει το δικαίωμα για σεβασμό της οικογενειακής ζωής σε πατέρες παιδιών εκτός γάμου . Είπε ότι οι παντρεμένοι γονείς αναλαμβάνουν σαν συνέπεια του γάμου υποχρεώσεις έναντι του άλλου και έναντι των παιδιών τους , αλλά και ότι ο νομοθέτης δεν μπορούσε να θεωρεί κατά τεκμήριο ότι οι γονείς των παιδιών εκτός γάμου ότι ζούσαν μαζί ή ότι προτίθεντο να δεσμευτούν ο ένας έναντι του άλλου . Διαπιστώθηκε ότι , σε γενικές γραμμές , δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι ο πατέρας ενός παιδιού εκτός γάμου θα ήθελε να είναι συνυπεύθυνος και ως εκ τούτου, η ευημερία του παιδιού απαιτεί ότι πρέπει να οριστεί ένα πρόσωπο κατά τη γέννησή του για να ενεργεί στο όνομα του τις αναγκαίες νομικές πράξεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι , λόγω της ποικιλομορφίας των συνθηκών υπό τις οποίες τα παιδιά εκτός γάμου ήρθαν στον κόσμο , ήταν δικαιολογημένο  σε γενικές γραμμές ν’ ανατεθεί η αποκλειστική γονική μέριμνα στη μητέρα , όχι στον πατέρα ή και στους δύο γονείς από κοινού . Το Δικαστήριο έκρινε ότι η νομοθεσία δεν κινδύνευε να έρθει σε αντίθεση με το σύνταγμα, διότι ο νομοθέτης είχε δώσει στους δύο γονείς  παιδιών εκτός γάμου την δυνατότηα να τους ανατεθεί η γονική μέριμνα μέσω μιας δήλωσης ad hoc .

19.  Επιβεβαίωσε το νομοθέτη που είχε θεωρήσει ότι η γονική μέριμνα που ασκείται ενάντια στη θέληση του ενός γονέα παρουσιάζει περισσότερα μειονεκτήματα παρά πλεονεκτήματα για ένα παιδί που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων , διότι το μέτρο αυτό απαιτείται ένα ελάχιστο συμφωνίας μεταξύ των γονέων και θα μπορούσε ν’ αναδειχθεί αντίθετο με την ευημερία του παιδιού σε περίπτωση ανικανότητάς ή άρνησης εκ μέρους του να συνεργαστεί . Σημειώνοντας το Δικαστήριο ότι ο νομοθέτης βασίστηκε στην ιδέα σύμφωνα με την οποία η επιθυμία να ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα των τέκνων τους, που ρητά εκφράζεται από παντρεμένους γονείς κατά το χρόνο του γάμου τους, αντανακλούσε επίσης και την επιθυμία τους να συνεργαστούν , διαπίστωσε το Δικαστήριο ότι ήταν δυνατό για τους άγαμους γονείς να εκφράσουν την θέλησή τους να συνεργαστούν μέσω μιας δήλωσης από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας . Σημειώνοντας ότι η άσκηση της γονικής μέριμνας από τον πατέρα στην πραγματικότητα εξαρτάται από τη συγκατάθεση της μητέρας να μοιραστεί αυτό το προνόμιο , αλλά και ότι ο πατέρας δεν μπορούσε ν’ αναλάβει ένα μερίδιο της γονικής μέριμνας , χωρίς τη συγκατάθεσή του , το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ότι οι γονείς δεν μπορούσαν ν’ ασκήσουν από κοινού τη γονική μέριμνα παρά μόνο εάν το ήθελαν και οι δύο . Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο περιορισμός που επεβλήθη έτσι στο δικαίωμα του πατέρα για τον σεβασμό της οικογενειακής ζωής ήταν δικαιολογημένος γιατί η κατανομή της γονικής μέριμνας μεταξύ των παντρεμένων γονέων ήταν ένα αποτέλεσμα του γάμου . Επεσήμανε ότι η νομοθεσία προσέφερε στους άγαμους γονείς την δυνατότητα να μοιράζονται τη γονική μέριμνα των τέκνων τους , όταν ζούσαν μαζί , αλλά όχι μετά το χωρισμό τους . Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο νομοθέτης ορθώς υπέθεσε ότι η αντίθεση της μητέρας σε μια δήλωση από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας σε περίπτωση όπου και οι δύο γονείς ζουν μαζί θα είχε ένα εξαιρετικό χαρακτήρα και θα μπορούσε να εξηγηθεί από σοβαρούς λόγους που αφορούν τα συμφέροντα του παιδιού . Δήλωσε ότι αυτό το νομικό τεκμήριο δικαιολογούσε ότι τη νομοθεσία δεν προβλέπει τον δικαστικό έλεγχο της άρνησης της μητέρας και ότι το δικαίωμα του πατέρα για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής δεν προσβάλεται , διότι , ενόψει της σοβαρότητας των λόγων της  άρνησης αυτής , τα δικαστήρια σίγουρα δεν θα θεωρούσαν την κατανομή της γονικής μέριμνας σαν σύμφωνη με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού .

20.  Πρόσθεσε ότι το πρόσφατο των προβαλλομένων διατάξεων δεν επέτρεπε μια σίγουρη απάντηση στην ερώτηση περί του εάν η άσκηση της γονικής μέριμνας θα άγνοιγε το δρόμο για  πολλές συγκρούσεις αυτού του είδους και, στην περίπτωση θετικής απάντησης, με ένα τρόπο πιο βασικό, να κατανοήσουν τους λόγους για την εμφάνισή τους.

21.  Τέλος, προσκάλεσε τον νομοθέτη να ενημερώνεται για την εξέλιξη της κατάστασης, για να διασφαλιστεί η εγκυρότητα της θεμελίωσης των κανόνων που θέσπισε σε σχέση με την πραγματικότητα και να αλλάξει τη νομοθεσία και ν’ αναθέσει στους πατέρες την ευκαιρία να λάβουν γονική μέριμνα σε περίπτωση που η θεμελίωση αποδειχθεί εσφαλμένη.

B.  Σχετικά στοιχεία συγκριτικού δικαίου

22.  Σύμφωνα με μια συγκριτική μελέτη της νομοθεσίας ορισμένων κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, σχεδόν όλες οι χώρες επιτρέπουν στους άγαμους γονείς ν’ ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα των παιδιών εκτός γάμου  και η αναγνώριση της πατρότητας και η  συναίνεση των γονέων για την από κοινού άσκηση της γονικής εξουσίας είναι καθοριστικοί παράγοντες για το θέμα αυτό. [ΣΤΜ από το 2009 η μεταβολή της νομοθεσίας σε όλες τις χώρες είναι ραγδαία υπέρ της κοινής άσκησης και μάλιστα σε εφαρμογή αυτής της ίδιας της παρούσας απόφασης]

23.  Ωστόσο, οι αντίστοιχες θέσεις των Κρατών διαφέρουν όσον αφορά το ζήτημα της ανάθεσης της κοινής γονικής μέριμνας σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των γονέων παιδιών εκτός γάμου.

24.  Λίγες χώρες έχουν νομοθετήσει ειδικά για το θέμα αυτό. Κάποιες από αυτές, μεταξύ των οποίων είναι η Αυστρία, η Νορβηγία και η Σερβία, προβλέπουν ότι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας από άγαμους γονείς απαιτεί τη συγκατάθεση και των δύο γονέων, παρέχοντας ένα βέτο σ’ αυτόν που διαφωνεί. Ωστόσο, φαίνεται ότι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας είναι ο κανόνας στην Ουγγαρία, την Ιρλανδία και το Μονακό, ακόμα και όταν οι γονείς δεν έχουν συναινέσει.

25.  Ελλείψει σαφούς νομικής διάταξης για το θέμα αυτό, τα δικαστήρια ορισμένων χωρών όπως η Δημοκρατία της Τσεχίας και το Λουξεμβούργο έχουν ερμηνεύσει τον νόμο σαν να εξαρτούσε την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας από τη συγκατάθεση και των δύο γονέων. Αντίθετα, το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών έκρινε ότι το ολλανδικό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο πατέρας τέκνου εκτός γάμου μπορεί να διεκδικήσει την κατανομή της γονικής μέριμνας με τη μητέρα του, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή διαφωνεί με αυτ΄το μέτρο. Φαίνεται ότι η Ισπανία έχουν επιλέξει μια ανάλογη λύση.

26.  Με εξαίρεση τις λίγες χώρες των οποίων το εθνικό δίκαιο παρέχει ρητώς το δικαίωμα του βέτο σε έναν από τους γονείς, η νομική λύση πιο υιοθετήθηκε ευρέως από τα εν λόγω κράτη είναι η ανάθεση στα δικαστήρια της επίλυσης των διαφορών μεταξύ των γονέων με αίτηση του ενός από αυτούς και με δεδομένο το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, κριτήριο που όλα τα κράτη μέλη θεωρούν ότι είναι ουσιαστικό για την ανάθεση της γονικής μέριμνας. Για την αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού εν προκειμένω, τα εθνικά δικαστήρια λαμβάνουν γενικά υπόψη τις απόψεις των γονέων και των παιδιών, καθώς και τυχόν ειδικές περιστάσεις των υποθέσεων οι οποίες υποβάλλονται ενώπιόν τους, συμπεριλαμβανομένου του συμφέροντος και του δεσμού που κάθε γονέας εκδηλώνει για το παιδί.

27.  Εν ολίγοις, και όπως τονίζεται από την κυβέρνηση, η μελέτη αποκαλύπτει ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη έχουν υιοθετήσει διαφορετικές λύσεις, αλλά η πλειοψηφία τους προσφέρουν στον άγαμο πατέρα την δυνατότητα να ασκεί τη γονική μέριμνα του παιδιού είτε όταν μη λαμβάνοντας υπόψη τις αντιρρήσεις της μητέρας είτε αναθέτοντάς στα δικαστήρια να αποφασίσουν σχετικά με την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά από την αξιολόγηση των συμφερόντων του παιδιού.

ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

I.  ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8

28.  Επικαλούμενος το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι οι δικαστικές αποφάσεις οι οποίες του αρνήθηκαν την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας των παιδιών παραβιάζουν το δικαίωμά του για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής. Ως προς το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του άρθρου 1626a § 2 του Αστικού Κώδικα εισάγει μια απαράδεκτη διάκριση μεταξύ των άγαμων πατέρων παιδιών εκτός γάμου και των χωρισμένων πατέρων παιδιών εντός γάμου που βασίζεται στο φύλο .

Το άρθρο 8 ορίζει τα εξής:

«1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.

2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλω. “

Το άρθρο 14 ορίζει:

«Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.»

1.  Ισχυρισμοί της Κυβέρνησης

29.  Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 1626a § 2 του Αστικού Κώδικα εξηγούνται από το γεγονός ότι τα παιδιά των άγαμων γονέων που ήρθαν στον κόσμο σε πολύ διαφορετικά οικογενειακά περιβάλλοντα ανάλογα με το αν ο πατέρας τους δείχνει μια πραγματική δέσμευση για αυτά ή αντίθετα μια αδιαφορία . Ο νομοθέτης χορήγησε το σύνολο της γονικής μέριμνας στη μητέρα – της οποίας η ταυτότητα , σε αντίθεση με εκείνη του πατέρα , είναι γνωστή από τη γέννηση του παιδιού – για να αποφευχθεί οποιαδήποτε ασάφεια ως προς τον φορέα αυτού του δικαιώματος, χάριν της ασφάλειας δικαίου και να απαιτήσει τον διορισμό του νομικού εκπροσώπου για την προστασία του παιδιού  Το γεγονός ότι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας εξαρτάται από τη συγκατάθεση και των δύο γονέων εξηγείται από την ιδέα ότι οι γονείς που δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για να κάνουν μια δήλωση από κοινού άσκησης της γονική μέριμνας είναι πολύ πιθανό να γνωρίσουν συγκρούσεις που μπορεί να  βλάψουν τα συμφέροντα του παιδιού , όταν προκύπτουν ζητήματα γι’ αυτό το θέμα.

30.  Επιπλέον, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ζήτησε από το νομοθέτη να ενημερώνεται για τις εξελίξεις και για να διασφαλιστεί η εγκυρότητα της θεμελίωσης  των κανόνων που έχει υιοθετήσει σε σχέση με την πραγματικότητα Για να συμμορφωθεί με την απαίτηση αυτή, η κυβέρνηση θα έπρεπε να λάβει διάφορα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής στατιστικών δεδομένων και να εκτελέσει μια σειρά από μελέτες. Θα ξεκινήσει το Μάρτιο του 2009 ερευνητικό πρόγραμμα για την από κοινού γονική μέριμνα των άγαμων γονέων. Ωστόσο, οι μελέτες αυτές δεν έχουν ακόμη απτά αποτελέσματα

31.  Η προσβολή των δικαιωμάτων  που επικαλείται ο προσφεύγων προκύπτει από τις  διατάξεις νόμου που καθιστούν την ανάθεση κοινής γονικής μέριμνας μόνο με την συναίνεση της μητέρας αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία και προς την επιδίωξη του θεμιτού σκοπού της προστασίας του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού,  παρά την απουσία ευρωπαϊκής συναίνεσης για το θέμα αυτό . Εάν η πλειοψηφία των κρατών μελών παρέχουν στον άγαμο πατέρας τη δυνατότητα να ασκεί  τη γονική μέριμνα του παιδιού παρά τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις της μητέρας ή αναθέτοντάς τα δικαστήρια να αποφασίσουν σχετικά με την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά την στάθμιση των συμφερόντων του παιδιού, άλλες ευρωπαϊκές χώρες ( συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας , το Λιχτενστάιν , την Ελβετία και τη Δανία ) έχουν παρόμοιους κανόνες με εκείνους που εφαρμόζονται στη Γερμανία . Το Δικαστήριο δεν έχει ως αποστολή να εκφέρει μια αφηρημένη εκτίμηση της σχετικής νομοθεσίας , αλλά περισσότερο για το πώς εφαρμόστηκε στον προσφεύτοντα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης , θα πρέπει να λάβει υπόψη τη συμφωνία μεταξύ των γονέων που υπεγράφη  με τη βοήθεια του Γραφείου Προστασίας Νεολαίας , σύμφωνα με την οποία ο ενδιαφερόμενος θα είχε το δικαίωμα να διατηρεί επαφή με το παιδί κατ’ ελάχιστο τέσσερις μήνες το χρόνο. Η συμφωνία αυτή θα επέτρεπε στον προσφεύγοντα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ζωή της κόρης του . Η απόφαση που εκδόθηκε υπέρ της μητέρας δεν θα εισήγαγε διακρίσεις σε βάρος του ενδιαφερομένου και δεν θα τον τοποθετούσε σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τους έγγαμους ή διαζευγμένους πατέρες . Η πατρότητα δεν μπορεί να διαπιστωθεί αμέσως όταν οι γονείς δεν είναι παντρεμένοι , οι αντίστοιχες θέσεις της μητέρας και του πατέρα δεν είναι απολύτως συγκρίσιμες . Οι επίδικες διατάξεις του Αστικού Κώδικα , στο μέτρο του δυνατού, λαμβάνουν υπόψη τα αντίστοιχα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων και δεν συνδέονται με το φύλο, αλλά επιδιώκουν να ρυθμίσουν με ισορροπημένο τρόπο την άσκηση της γονικής μέριμνας των παιδιών εκτός γάμου. Επιπλέον , το γερμανικό δίκαιο θα εξαρτούσε την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας από την συγκατάθεση της μητέρας είτε οι γονείς είναι είτε όχι παντρεμένοι. Τέλος , δεν μπορεί να αποκλειστεί σε αυτή την περίπτωση ότι μια απόφαση που διατάσσει την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις μεταξύ των γονέων και ότι αυτή κατά συνέπλεια αποδεικνύεται ότι αντιβαίνει στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού .

2.  Ισχυρισμοί του προσφεύγοντος

32.  Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το συμφέρον ενός παιδιού εκτός γάμου  δεν μπορεί να δικαιολογεί το να στερηθεί ο πατέρας του το δικαίωμα να αναλάβει μερικώς τη γονική μέριμνα , ιδίως όταν ο ίδιος είχε καταπιαστεί μ’ αυτή στο παρελθόν . Η ιδέα με την οποία η από κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας αντίθετα με τη θέληση της μητέρας αναγκαστικά θα ερχόταν σε αντίθεση με το  συμφέρον του παιδιού είναι καθαρά υποθετική . Επιπλέον , δεν υπάρχει νομική διάταξη που υποχρεώνει τις αρχές και τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού  όταν ο νόμος εξαιρεί ρητά τον πατέρα από την ανάθεση της κοινής γονική μέριμνας χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας . Εξ’ άλλου , το παιδί δεν θα πρέπει ν’ ακουστεί σε αυτή την περίπτωση . Το άρθρο 1626a § 2 του Αστικού Κώδικα βασίζεται στην ιδέα ότι οι πατέρες των  παιδιών εκτός γάμου είναι λιγότερο πιθανό να είναι κατάλληλοι ν’ αναλάβουν γονική μέριμνα απ’ ότι οι μητέρες .. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό στην συγκεκριμένη , ο ενδιαφερόμενος ασχολείτο πολύ με τη κόρη του . Επιπλέον , οι λόγοι που  προεβλήθησαν από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για να στερήσει  από τον προσφεύγοντα από τη  γονικής μέριμνας παρά τη θέλησή του δεν είναι επαρκείς . Ο Γερμανός νομοθέτης έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα ήταν άσκοπο να επιτρέψει στον πατέρα να ασκήσει αυτό το προνόμιο βασιζόμενος στην παραδοχή ότι πολλά παιδιά εκτός γάμου έρχονται στον κόσμο σε ασταθή οικογενειακά περιβάλλοντα . O  Ωστόσο , η προσέγγιση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη ορισμένες κοινωνικές αλλαγές , όπως η αύξηση του αριθμού των άγαμων ζευγαριών που επιθυμούν να μοιραστούν τη γονική μέριμνα . Θα ήταν , συνεπώς, απαράδεκτο για τους πατέρες τέκνων εκτός γάμου να βλέπουν κατ’ αρχάς ν’  απαγορεύει η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας απλώς και μόνο επειδή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας σε ασταθή ζευγάρια θα οδηγούσε σε ατυχείς καταστάσεις . Επιπλέον , ο νομοθέτης παρέλειψε να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να ενημερώνεται για την εξέλιξη της κατάστασης .

33.  Ο προσφεύγων  που αναγνώρισε την πατρότητα κατά τη γέννηση της κόρης του  , δεν θα διέτρεχε εν προκειμένω κανένα κίνδυνο νομικής αβεβαιότητας . Επιπλέον , το τεκμήριο ότι η μητέρα του παιδιού εκτός γάμου  θα είναι a priori πιο ικανή από τον πατέρα του για την  άσκηση της γονικής μέριμνας μόνο και μόνο επειδή το έφερε  στον κόσμο , δεν μπορεί να γίνει δεκτή . Τούτου λεχθέντος , το ελάττωμα της ισχύουσας νομοθεσίας δεν έγκειται τόσο στο γεγονός ότι ο μόνο στο ότι η γονική μέριμνα του παιδιού ανατίθεται αυτόματα  στη μητέρα , αλλά περισσότερο στο γεγονός ότι ο πατέρας δεν μπορεί να επιτύχει την αμφισβήτηση αυτής της κατάστασης . Ακόμη και στην περίπτωση μιας εντελώς αυθαίρετης άρνησης της μητέρας να συναινέσει σε μια δήλωση από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας , ο πατέρας δεν θα είχε καμία δυνατότητα να ζητήσει επανόρθωση επιδιώκοντας μια δικαστική απόφαση βάσει του άρθρου 1672 § 1 του Αστικού Κώδικα . Η εν νομική κατάσταση στην περίπτωση αντιδικίας θα επέφερε  επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής των πατέρων που είχαν παρατεταμένη επαφή με τα παιδιά τους και αισθάνονται  μια βαθιά προσήλωση σ’ αυτά . Στο έδαφος του άρθρου 14 , η εφαρμοστέα νομοθεσία θα μπορούσε να θέσει σε εφαρμογή ως  προς τον προσφεύγοντα μία διάκριση που δεν δικαιολογείται επαρκώς με κριτήριο το φύλο και την κατάσταση τους άγαμος πατέρας . Εμείς δεν επικαλεστεί το συμφέρον του παιδιού να δώσει στη μητέρα το δικαίωμα να αρνηθεί μονομερώς μοιράζονται τη γονική μέριμνα . Επιπλέον , ο ενδιαφερομενος δεν θα είχε καμία πιθανότητα να προσφύγει στο δικαστήριο για να επιτύχει την αμφισβήτησης του δικαιώματος αρνησικυρίας που έει αναγτνωριστεί στη μητέρα .

3.  Κρίση του Δικαστηρίου

34.  Σημειώνοντας ότι ο προσφεύγων καταγγέλλει διακρίσεις με βάση την ιδιότητά του ως άγαμος πατέρας ενός παιδιού εκτός γάμου, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει την υπόθεση πρώτα υπό το πρίσμα του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης.

A.  Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης

35.  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 14 της Σύμβασης συμπληρώνει τις άλλες ουσιώδεις διατάξεις της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων: δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη, δεδομένου ότι ισχύει μόνο για την  « χρήσι των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών ” που τα άρθρα προστατεύουν .  Βέβαια μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή ακόμη και χωρίς παραβίαση των διατάξεων των άρθρων και, στο μέτρο αυτό, διαθέτει αυτόνομη εφαρμογή, αλλά δεν μπορεί να ισχύει, εκτός εάν τα πραγματικά περιστατικά, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τουλάχιστον μίας από τις εν λόγω διατάξεις ( βλ. , μεταξύ πολλών άλλων , Abdulaziz , Cabales και Balkandali κατά Ηνωμένου Βασιλείου , 28 Μαΐου 1985 , § 71, Σειρά Α, αρ. 94 , Karlheinz Schmidt κατά Γερμανίας  , 18 Ιουλίου του 1994 , § 22 , σειρά A αριθ. 291-Β ) .

36.  Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί σχετικά με την εφαρμογή  εν προκειμένω του άρθρου 8 της Σύμβασης.

37. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της οικογένειας την οποία προστατεύει το άρθρο 8 δεν περιορίζεται μόνο στις σχέσεις που βασίζονται σε γάμο και μπορεί να περιλαμβάνει άλλους “οικογένειακούς” δεσμούς όταν τα μέρη de facto ζουν μαζί χωρίς γάμο .  Ένα παιδί που γεννήθηκε από μια τέτοια σχέση είναι αυτοδικαίως μέλος της “οικογενειακής” μονάδας από τη γέννησή του και από το ίδιο το γεγονός της γέννησής του. Υπάρχει, συνεπώς, μεταξύ του παιδιού και των γονέων του ένας δεσμός που συνιστά οικογενειακή ζωή (βλ. Keegan κατά Ιρλανδίας , 26 του Μαΐου 1994, § 44, Σειρά Α, αριθ. 290 ) . Το ζήτημα της ύπαρξης ή της απουσίας «οικογενειακής ζωής» είναι πρωτίστως ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από την εξαρτάται από την πραγματικότητα και την πρακτική των στενών προσωπικών δεσμών, συμπεριλαμβανομένου του συμφέροντοες και της προσήλωσης  που εκδηλώνεται από τον πατέρα για το παιδί πριν και μετά τη γέννηση (όρα , μεταξύ άλλων ,  L. κατά Ολλανδίας , αρ. 45582/99 , § 36,  CEDH 2004-IV ).

38. Το Δικαστήριο παρατηρεί, εξάλλου, ότι για έναν γονέα και το παιδί του το να είναι μαζί αντιπροσωπεύει ένα θεμελιώδες στοιχείο της οικογενειακής ζωής, ακόμη και αν η σχέση μεταξύ των γονέων έχει κλονιστεί, και ότι τα μέτρα του εσωτερικού δικαίου  που το εμποδίζουν συνιστούν μια επέμβαση στο δικαίωμα που  προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης (βλ. , μεταξύ άλλων , Johansen κατά Νορβηγίας , 7 Αυγούστου  1996 , § 52 , Recueil des arrêts et décisions 1996-ΙΙΙ και Elsholz κατά Γερμανίας [GC] ,  αρ. 25735 / 94 , § 43 ,  CEDH 2000-VIII ).

39.  Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων αναγνώρισε τη πατρότητα κατά τη γέννηση της κόρης του και ότι ζούσε με αυτή τη μητέρα της κατά τη διάρκεια των πρώτων τριάντα μηνών της ζωής του παιδιού. Μετά το χωρισμό των γονέων, που συνέβη το 1998, το παιδί συνέχισε να ζει με τον πατέρα του για δύο χρόνια. Από το 2001, ζει με τη μητέρα του , αλλά ο πατέρας του έχει εκτεταμένο δικαίωμα της επίσκεψης και διανυκτέρευσης φροντίζει για τις καθημερινές ανάγκες του.

40.  Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ αντιδικία – δηλαδή οι αποφάσεις που αρνήθηκαν  στον  ενδιαφερόμενο την από κοινού άσκηση της φροντίδας και επιμέλειας ,  ιδίως όσον αφορά την εκπαίδευση της κόρης του , υποστήριξη αυτής και τον καθορισμό της κατοικίας της – αναλύονται σε μια επέμβαση στο δικαίωμά του για σεβασμό της οικογενειακής ζωής , όπως προστατεύεται από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 8 της Σύμβασης.

41. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της Σύμβασης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επίσης εφαρμόζεται το άρθρο 14 αυτής.

B.  Ως προς την συμμόρφωση με το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης

42.  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τη Σύμβαση, το άρθρο 14 απαγορεύει τη διαφορετική αντιμετώπιση , χωρίς αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση, ως προς άτομα που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις ( βλ. , μεταξύ άλλων , Hoffmann κατά Αυστρίας ,  23 Ιουνίου 1993 , § 31,  σειρά A αριθ. 255-C ).

43. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο προσφεύγων επικαλείται την ιδιότητα του του πατέρα πατέρα παιδιού εκτός γάμου για να διαμαρτυρηθεί , κατ’ αρχάς , επειδή δεν απολαμβάνει ίσης μεταχείρισης με αυτή που επιφυλάσσεται στη μητέρα όσον αφορά το  ότι δεν είχε τη δυνατότητα να παρακάμψει την άρνηση της τελευταίας να συναινέσει στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας , και, αφετέρου, έχει διαφορετική μεταχείριση από τους πατέρες που  είναι έγγαμοι ή διαζευγμένοι, στους οποίους μπορεί ν’ ανατεθεί η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο ή το χωρισμό.

44.  Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι νομικές διατάξεις που ισχύουν για τους πατέρες παιδιών γεννημένων εντός γάμου και πατέρες παιδιών γεννημένων εκτός γάμου δεν είναι πανομοιότυπες και επιφέρουν μια διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πρώτων και των δευτέρων . Οι πρώτοι ωφελούνται αμέσως από το δικαίωμα στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, ότι τα διατηρούν ακόμα και σε περιπτώσεις διαζυγίου και δεν μπορεί να περιοριστεί ή να ανασταλεί από ένα δικαστή οικογενειακών υποθέσεων ,  παρά μόον αν το συμφέρον της παιδιού το επιβάλει. Αντίθετα, η άσκηση της  γονικής μέριμνας ενός παιδιού εκτός γάμου ανατίθεται στην μητέρα του , εκτός εάν και οι δύο γονείς συμφωνούν να επιδιώξουν την από κοινού άσκησή της . Εάν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις δεν αποκλείουν κατά τρόπο απόλυτο ότι ο πατέρας ενός παιδιού εκτός γάμου μπορεί να επιτύχει στη συνέχεια να του αναγνωριστεί το δικαίωμα να ασκήσει αυτή την εξουσία ,  από τα άρθρα 1666 και 1672 του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι το οικογενειακό δικαστήριο δεν μπορεί να την αναθέσει στον πατέρα παρά μόνο αν η αμέλεια της μητέρας απειλεί την ευημερία του παιδιού ή εάν ένας γονέας το ζητήσει με τη συγκατάθεση του άλλου . Σε περίπτωση που καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν πληρούται – δηλαδή , αν η ευημερία του παιδιού δεν είναι σε κίνδυνο ή αν ο γονέας αρνηθεί να συναινέσει στη μεταβίβαση της γονικής μέριμνας , όπως εν προκειμένω – καμία διάταξη του γερμανικού δικαίου δεν επιτρέπει στο δικαστήριο να εξετάσει αν η κατανομή της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων θα είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού

45.  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά την εξέταση ατομικών προσφυγών , δεν έχει ως έργο την αναθεώρηση της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πρέπει να εξετάσει πώς αυτή η νομοθεσία έχει εφαρμοστεί στην προκείμενη υπόθεση και να κρίνει το ερώτημα αν οδηγεί όσον αφορά τον προσφεύγοντα σε μια αδικαιολόγητη διακριτική μεταχείριση (βλ. Sommerfeld κατά Γερμνανίας, 96 [GC], αρ. 31871 , § 86, CEDH 2003-VIII ).

46.    Εν προκειμένω , το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα γερμανικά δικαστήρια είχαν απορρίψει την αίτηση για την αίτηση για από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας που υπέβαλε ο προσφεύγων για τον λόγο ότι , σύμφωνα με το άρθρο 1626a του Αστικού Κώδικα και με την απουσία δήλωσης κοινής άσκησης γονικής μέριμνας που να έχει υποβληθεί  και από τους δύο γονείς , η μητέρα του κοριτσιού είχε λάβει τη αποκλειστική γονική μέριμνα του παιδιού , κατάσταση απόλυτα σύμφωνη με το εφαρμοστέο δίκαιο στην υπόθεση .  Δεδομένου ότι η λύση αυτή ήταν η μόνη δυνατή βάσει του εθνικού δικαίου , τα γερμανικά δικαστήρια δεν ρώτησαν αν η κατανομή της γονικής μέριμνας είχε υπηρετήσει ή άλλως θίξει το ύψιστο συμφέρον του παιδιού στη συγκεκριμένη περίπτωση . Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι η κατανομή της γονικής μέριμνας των παιδιών εκτός γάμου ενάντια στη θέληση της μητέρας θεωρείται εκ πρώτης όψεως αντίθετος με το συμφέρον του παιδιού .

47. . Τόσο το Πρωτοδικείο όσο και το  Εφετείο της Κολωνίας δεν επικαλέστηκαν  την απόφαση-ορόσημο της 29ης  Ιανουαρίου του 2003 που εκδόθηκε από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο.  Στην απόφαση αυτή, το ανώτατο δικαστήριο εξέθεσε λεπτομερώς τον τρόπο της σύγκρουσης μεταξύ του άρθρου 1626a του Αστικού Κώδικα και του δικαιώματος των πατέρων παιδιών εκτός γάμου στο σεβασμό της οικογενειακής ζωής τους. Έκρινε ότι η ευημερία του παιδιού απαιτούσε ότι ένα πρόσωπο πρέπει να οριστεί κατά τη γέννησή του για να ενεργεί για λογαριασμό του, τις αναγκαίες νομικές πράξεις. Έκρινε ότι, λόγω της ποικιλομορφίας των οικογενειακών πλαισίων μέσα στα οποία γεννιόντουσαν παιδιά εκτός γάμου, ήταν γενικά δικαιολογημένο το να αποδώσουν την αποκλειστική γονική μέριμνα στη μητέρα και όχι στο πατέρα, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να επιτύχει την κατανομή της μέριμνας  μέσω μιας ad hoc δήλωσης.

48.  Έχοντας υπόψη την εν λόγω απόφαση και το εφαρμοστέο δίκαιο, το Δικαστήριο εκτιμά ότι μπορεί να συμπεράνει ότι, λόγω της ιδιότητάς του ως πατέρας ενός παιδιού εκτός γάμου, ο προσφεύγων δεν αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο όσον αφορά την ανάθεση της γονικής  μέριμνας όπως η μητέρα του παιδιού από τη μια   και όπως οι παντρεμένοι πατέρες από την άλλη. Στο σημείο αυτό, η Κυβέρνηση υποστηρίζει  ότι οι αντίστοιχες καταστάσεις της μητέρας και του πατέρα δεν είναι πλήρως συγκρίσιμες, διότι, σε αντίθεση με τη μητρότητα, η οποία έχει δημιουργηθεί με τη γέννηση του παιδιού, η πατρότητα δεν μπορεί να δημιουργηθεί την ίδια στιγμή στην περίπτωση που ο πατέρας δεν είναι παντρεμένος με τη μητέρα. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το επιχείρημα αυτό έχει σημασία για να καθοριστεί αν η διαφορετική μεταχείριση είναι δικαιολογημένη (βλ. Rasmussen κατά Δανίας , 28 του Νοέμβρη 1984, § 37, série A no 87).

49. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαφορετική μεταχείριση συνιστά δυσμενή διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 14, εάν δεν έχει αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση, δηλαδή, εάν δεν επιδιώκει νόμιμο σκοπό ή εάν η «δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., μεταξύ άλλων, Inze κατά Αυστρίας , 28 Οκτωβρίου 1987 , § 41, σειρά A αριθ. 126 και Mazurek κατά Γαλλίας, αρ. 34406/97 , § 48, CEDH 2000-II ).

50.  Τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν μια ορισμένη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εκτίμηση κατά πόσον και σε ποιο βαθμό οι διαφορές μεταξύ καταστάσεων που κατά τα λοιπά είναι ανάλογες δικαιολογούν μια διαφορετική μεταχείριση ( βλ. Abdulaziz , Cabales και Balkandali , που αναφέρεται ανωτέρω § 72 ). Το πεδίο εφαρμογής της διακριτικής ευχέρειας ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις, τις περιοχές και το πλαίσιο. Η παρουσία ή η απουσία ενός κοινού παρονομαστή στα νομικά συστήματα των συμβαλλομένων κρατών, μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα για το θέμα αυτό (βλ. , μεταξύ άλλων, Petrovic κατά Αυστρίας , 27 Μαρ 1998, § 38, Recueil 1998-II ).

51.  Ωστόσο, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να σημειώσει  ότι μόνες οι πολύ σοβαρές σκέψεις μπορούν να οδηγήσουν στο να εκτιμηθεί ότι είναι  συμβατή με τη Σύμβαση, η διαφορετική μεταχείριση με κριτήριο το φύλο ή τη γέννηση εκτός γάμου (βλ. Karlheinz Schmidt κατά Γερμανίας,  ανωτέρω § 24 και Mazurek κατά Γαλλίας , προαναφερθείσα § 49) . Αυτό ισχύει επίσης για τη διαφορετική μεταχείριση του πατέρα ενός παιδιού που γεννήθηκε από μια σχέση όπου οι γονείς ζούσαν μαζί χωρίς να είναι παντρεμένοι και του πατέρας ενός παιδιού που γεννήθηκε από παντρεμένους γονείς (βλ. Sommerfeld κατά  Γερμανίας, προαναφερθείσα, § 93 ).

52.  Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στηρίζονται στο άρθρο 1626a του Αστικού Κώδικα, διάταξη που στοχεύει να προστατεύσει το ύψιστο συμφέρον του παιδιού εκτός γάμου ορίζοντας ένα μόνο νομικό του εκπρόσωπο και  αποφεύγοντας την εμφάνιση συγκρούσεων μεταξύ των γονέων σχετικά με  τη γονικής μέριμνα, συγκρούσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ευημερία του παιδιού. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εν λόγω αποφάσεις επιδιώκουν θεμιτό σκοπό, βάσει του άρθρου 14 .

53.  Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι προσφέροντας στους γονείς παιδιών εκτός γάμου την δυνατότητα να καταλήξουν σε συμφωνία για να ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα, ο νομοθέτης προσπάθησε να ευθυγραμμίσει σε κάποιο βαθμό τη θέση τους με εκείνη των παντρεμένων γονέων, οι οποίοι είναι υπέχουν λόγω του γάμου, υποχρεώσεις  ο ένας έναντι του άλλου και έναντι των παιδιών τους.

54.  Επιπλέον, έχει επίγνωση του γεγονότος ότι τα παιδιά των άγαμων γονέων που γεννήθηκαν σε διαφορετικές οικογενειακές καταστάσεις, των οποίων η ταυτότητα του πατέρα είναι άγνωστη, καθώς αυτός δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη ή, αντιστρόφως, ότι ο πατέρας  συμμετέχει πλήρως στην εκπαίδευσής τους και ότι τα μεγαλώνει σε συνθήκες που στην πράξη δεν παρουσιάζουν καμία διαφορά από αυτές που θα προέκυπταν από ένα στέρεο γάμο.

55.  Δέχεται ότι, λόγω της ποικιλομορφίας του περιβάλλοντος στο οποίο τα παιδιά γεννιούνται και στην περίπτωση  απουσίας δήλωσης για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, η προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του παιδιού δικαιολογεί ότι θ’ ανατεθεί στην μητέρα το σύνολο της νομικής εκπροσώπησης του παιδιού και ότι έχει από την γέννηση  εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό του τις απαιτούμενες νομικές πράξεις.

56.   Αναγνωρίζει, επίσης, ότι μπορεί ν’ αρνηθούν στον άγαμος πατέρα την άσκηση της γονικής μέριμνας σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όταν οι συγκρούσεις ή η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των γονιών μπορεί να επηρεάσει την ευημερία του παιδιού. Ωστόσο, δεν έχει αποδειχθεί ότι πρόκειται για μια γενική στάση που χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ των άγαμων γονέων και των παιδιών τους.

57.  Το Δικαστήριο επισημαίνει ειδικότερα ότι οι εκτιμήσεις που εκτίθενται πιο πάνω δεν εφαρμόζονται εν προκειμένων. Ο προσφεύγων αναγνώρισε τη πατρότητα κατά τη γέννηση της κόρης του και έζησε με αυτή και τη μητέρα της κατά τη διάρκεια των πρώτων τριάντα μηνών της ζωής του παιδιού. Μετά το χωρισμό του από τη σύζυγό του, συνέχισε να ζει με την κόρη του για δύο χρόνια. Έχει ζήσει μαζί της για περισσότερα από πέντε χρόνια συνολικά. Μετά την μετακόμιση του παιδιού στο σπίτι της μητέρας του, είχε αναγνωριστεί στον ενδιαφερόμενο εκτεταμένο δικαίωμα επικοινωνίας με διανυκτέρευση με την κόρη του και υποστήριζε τις καθημερινές ανάγκες της. Ωστόσο, ο νόμος του απαγορεύει να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει αν η κατανομή της  γονικής μέριμνας θα ήταν προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και του στερεί τη δυνατότητα να αποκτήσει μια δικαστική απόφαση που μπορεί να κάμψει τυχόν  αυθαίρετη άρνηση της μητέρας να συναινέσει στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας.

58.  Το Δικαστήριο δεν έχει πειστεί από το επιχείρημα της Κυβέρνησης – μια επανάληψη της αιτιολογίας της απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 29ης Ιαν. 2003 – ότι ο νομοθέτης μπορούσε ευλόγως να υποθέσει ότι η αντίθεση της μητέρας σε μια δήλωση για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας σε περίπτωση όπου και οι δύο γονείς ζούσαν μαζί θα έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και θα μπορούσε να εξηγηθεί από σοβαρούς λόγους που συνδέονται με τα συμφέροντα του παιδιού . Στο πλαίσιο αυτό , το Δικαστήριο χαιρετίζει τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που υπέχει από αυτή την απόφαση να συνεχίσει να ενημερώνεται για τις εξελίξεις και να εξασφαλισθεί η εγκυρότητα των θεμελίων των κανόνων που εκπόνησε τον ίδιο σε σχέση με την πραγματικότητα . Ωστόσο , παρατηρεί ότι οι μελέτες που διεξήχθησαν από την κυβέρνηση δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε απτά αποτελέσματα και σημειώνει ειδικότερα ότι δείχνουν πως η αιτιολογία που ου οι μητέρες προωθούν για να αρνηθούν την από κοινού γονική μέριμνα  δεν βασίζεται απαραίτητα σε εκτιμήσεις που αποσκοπούν στο ύψιστο συμφέρον του παιδιού .

59.  Εν όψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση ότι κατά τεκμήριο η ανάθεση κοινής γονικής μέριμνας εναντίον της θέλησης της μητέρας είναι κατ ‘αρχήν αντίθετη προς τα συμφέροντα του παιδιού.

60.  Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αρχές διαθέτουν ευρύ περιθώριο όσον αφορά τη γονική μέριμνα (βλ. Sommerfeld κατά ερμανίας , προαναφερθείσα , § 63 ) , το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις μεταβαλλόμενες αντιλήψεις των ευρωπαϊκών χωρών το θέμα αυτό και τον αυξανόμενο αριθμό των άγαμων γονέων .  Ως προς αυτό , υπενθυμίζει ότι η Σύμβαση είναι ένα ζωντανό εργαλείο και πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των συνθηκών της τρέχουσας ζωής ( βλ., μεταξύ άλλων , Marckx κατά Βελγίου , 13 Ιουν 1979 , § 41 , Σειρά Α, αρ. 31  και hnston και άλλοι κατά  Ιρλανδίας , 18 Δεκεμβρίου 1986 § 53 , Σειρά Α, αριθ. 112 ) .. Σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκή συναίνεση σχετικά με το ζήτημα του κατά πόσον ο πατέρας ενός παιδιού εκτός γάμου έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την κατανομή της γονικής μέριμνας , ακόμη και ενάντια στη θέληση της μητέρας , το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η πλειοψηφία των κρατών μελών φαίνεται να ξεκινάει από την αρχή σύμφωνα με την οποία η κατανομή της εξουσίας αυτής πρέπει να βασίζεται στο βέλτιστο συμφέρον ς συμφέρον του παιδιού και θα πρέπει να υπόκειται σε επανεξέταση από τα εθνικά δικαστήρια , σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των γονέων .

61.  Το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί σε αυτή την περίπτωση μια απόφαση που διατάσσει την κατανομή της γονικής μέριμνας μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις μεταξύ των γονέων και αυτή αποδεικνύεται ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τα συμφέροντα του παιδιού, δεν πείθει το Δικαστήριο .  Ενώ η δικαστική διαδικασία ανάθεσης της γονικής μέριμνας πάντα είναι  είναι πιθανό να διαταράξει τα μικρά παιδιά , το Δικαστήριο  επισημαίνει ότι , στην περίπτωση όπου ένας πατέρας έχει ασκήσει τη γονική μέριμνα – είτε λόγω του γάμου του με την μητέρα του παιδιού πριν ή μετά τη γέννησή του , ή υπό την θέληση των γονέων ν’ ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα – η εσωτερική νομοθεσία επιτρέπει  στα δικαστήρια να ελέγχουν όλες τις πτυχές της κοινής άσκησης της γονικής μέριμνας μετά τον χωρισμό των γονέων και την επίλυση των διαφορών που μπορεί να προκύψουν μεταξύ τους . Σε τέτοιες περιπτώσεις , οι γονείς συνεχίζουν να την ασκούν , εκτός αν ενας οικογενειακός δικαστής που επελήφθη με αίτηση ενώος από τους δύο του αναθέσει την αποκλειστική γονική μέριμνα στο όνομα του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, όως προβλέπεται από το άρθρο 1671 του Αστικού Κώδικα .

62.  Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η Κυβέρνηση δεν έχει εξηγήσει επαρκώς γιατί ο έλεγχος της κατάστασης μέσα στην οποία βρίσκεται ο προσφεύγων  τον οποίο μπορούν ν’ ασκήσουν τα δικαστήρια  είναι λιγότερο εκτεταμένος στην προπεριγραφόμενη κατάσταση  , και γιατί ο ενδιαφερόμενος, στο πρόσωπο του οποίου ιδρύθηκε η πατρότητα  και λειτούργησε ως ο πατέρας έχοντας ασκήσει την γονική μέριμνα προηγουμένως πριν χωρίσει ή διαζευχθεί με την μητέρα.

63.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί διακρίσεων, το Δικαστήριο συνάγει από τα ανωτέρω ότι δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ της γενικής απαγόρευσης που επιβάλλεται στους δικαστές να επανεξετάσει την αρχική χορήγηση της γονικής μέριμνας  αποκλειστικά στη μητέρα και στον επιδιωκόμενο στόχο δηλαδή την προστασία του βέλτιστου συμφέροντος  των παιδιών εκτός γάμου .

64.  Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 8.

65.  Δεδομένου του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν υπήρξε επίσης παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης, εξεταζομένου αυτοτελώς.

II.  ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

66.  Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης,

« Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, και αν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους δεν επιτρέπει παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εφόσον είναι αναγκαίο, στον παθόντα δίκαιη ικανοποίηση. »

A.  Ζημία

67.  Στηριζόμενος στην υπόθεση Elsholz ( Elsholz κατά Γερμανίας, όπ.π.), ο αιτών ισχυρίζεται ότι δικαιούται την καταβολή ποσού ίσου τουλάχιστον με 15000  ευρώ ως αποζημίωση για τον πόνο και την απογοήτευση που υπέστη λόγω της έλλειψης επίσημης αναγνώρισης του ρόλου του ως πατέρα και την αδυναμία του να συμμετάσχει ενεργά στις σημαντικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή της κόρης του.

68.  Επαφιέμενη στην κρίση του Δικαστηρίου, η Κυβέρνηση θεωρεί υπερβολικές τις απαιτήσεις του ενδιαφερόμενου

69.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβληματιστεί ως προς το εάν θα απονέμετο στον αιτούντα η γονική μέριμνα, εάν τα εθνικά δικαστήρια εξέταζαν το βάσιμο της αιτήσεώς του σύμφωνα με τα προστατευόμενα από την ΕΣΔΑ δικαιώματα. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αντίθετα προς τον προσφεύγοντα στην υπόθεση Elsholz, ο ενδιαφερόμενος διατήρησε τακτικές επαφές με την κόρη του κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Διακαστήριο θεωρεί ότι η διαπίστωση της παραβίασης συνιστά δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε μη χρηματική ζημιά που υπέστη ο προσφεύγων.

B.  Έξοδα και δαπάνες

70.  Ο αιτών ισχυρίστηκε 3.696, 55 ευρώ για τα έξοδα και τα έξοδα και τις δαπάνες στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και 3311, 59 ευρώ για τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

71.  Η Κυβέρνηση αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του  προσφεύγοντος σχετικά με τις δαπάνες που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

72.  Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων δικαιούται την επιστροφή των εξόδων και δαπανών του υπό την προϋπόθεση ότι έχει διαπιστωθεί ότι ήσαν πραγματικές, αναγκαίες και, επίσης, εύλογες. Στην περίπτωση αυτή και ενόψει των στοιχείων που έχει υπόψη του και των προαναφερομένων κριτηρίων, το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι σκόπιμο να χορηγηθεί πλήρες το αιτούμενο από τον ενδιαφερόμενο ποσό.

C.  Τόκοι υπερημερίας

73.  Το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο να υπολογίσει το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας επί των επιτοκίων στο ελάχιστο επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

1.  Αποφαίνεται με πλειοψηφία έξι ψήφων και μειοψηφία ενός, ότι έλαβε χώρα παραβίαση του άρθρου 14 της σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 8,

2.  Αποφαίνεται ομόφωνα ότι δεν χρειάζεται να εξετάσει χωριστά τον ισχυρισμό που διατυπώθηκε  σχετικά με το άρθρο 8 της Σύμβασης,

3.  Αποφαίνεται ομόφωνα ότι η διαπίστωση της παραβίασης συνιστά από μόνη της μια δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων,

4.  Αποφαίνεται ομόφωνα

α) ότι το εναγόμενο Κράτος οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, 7008,14 € (επτά χιλιάδες οκτακόσια Ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά) για δικαστική δαπάνη, πλέον οποιουδήποτε ποσού που τυχόν οφείλεται σαν φόρος επί του ως άνω ποσού,

β) ότι, από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας και μέχρι την εξόφληση, το ποσό αυτό θα είναι επιβαρύνεται με απλό τόκο με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο ρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την περίοδο της υπερημερίας, προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες,

5.  Απορρίπτει ομόφωνα κάθε περαιτέρω αίτημα δίκαιης ικανοποίησης

Συντάχθηκε στα Αγγλικά και κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 3 Δεκεμβρίου 2009, σύμφωνα με το άρθρο 77 § § 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.

             Stephen Phillips              Peer Lorenzen

             Greffier adjoint              Président

 

Στην παρούσα απόφαση προσαρτάται, σύμφωνα με το άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και το άρθρο 74 § 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου  η έγγραφος γνώμη της μειοψηφίας του δικαστή Schmitt.

P.L.

S.P.

 

Πνευματικά δικαιώματα μετάφρασης www.synepimelia.gr

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *