Γονική Αποξένωση: Το «σύνδρομο» του Gardner και το δίκαιο.

Γονική Αποξένωση: Το «σύνδρομο» του Gardner και το δίκαιο

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΠΙΕΣΑΤΕ ΕΔΩ

 

Η «γονική αποξένωση» (parental alienation) (ή «γονική αλλοτρίωση») είναι όρος που προτίμησε και εισήγαγε στη βιβλιογραφία ο Richard Gardner (Gardner, 1985), ανάγοντάς τον σε σύνδρομο (parental alienation syndrome – PAS) και επιχειρώντας να περιγράψει ένα διαχρονικό φαινόμενο που χρήζει ιδιαίτερης σημασίας, κατά την εκτίμησή του, λόγω της έξαρσης στις δίκες γονικής μέριμνας.

 

Ο όρος αποδίδεται μεν στον Gardner (Gardner, 1985), αλλά και οι Wallerstein και Kelly (1976), ήδη, εξετάζοντας τις συνέπειες του διαζυγίου, είχαν επισημάνει ένα κλινικό φαινόμενο παθολογικού προσανατολισμού, όταν το παιδί που διαμένει με τον ένα γονέα, χωρίς λόγο, αρνείται να έρθει σε επαφή με τον άλλο γονέα, φαινόμενο που είχαν αποδώσει στις δυναμικές που δημιουργεί ο χωρισμός του παιδιού από τον γονέα του. Αργότερα, οι ίδιοι (Wallerstein & Kelly, 1980), είχαν χρησιμοποιήσει τον όρο “embittered-chaotic parent” για να περιγράψουν το φαινόμενο, εστιάζοντας στη γονική συμπεριφορά. Ενωρίτερα, επίσης, ο Reich (1949), συζήτησε το πρόβλημα της γονικής αποξένωσης.

 

Μετά την αναφορά του Gardner, το θέμα της γονικής αποξένωσης είχε αποκτήσει διαφορετικές διαστάσεις, αφού, έκτοτε, εμφανίστηκαν διάφορες αναφορές γύρω από τον όρο «γονική αποξένωση». Κάποιες είχαν στο επίκεντρό τους την κατάσταση «γονική αποξένωση», άλλες τη γονική αποξενωτική συμπεριφορά (Siegel & Langford, 1998), άλλες την συμπεριφορά ή ψυχοπνευματική κατάσταση του παιδιού. Επομένως, συναντώνται και διάφοροι όροι «parental alienation” (PA) (Clarkson & Clarkson, 2007· Meier, 2009), «parental alienation syndrome” (PAS) (βλ. ενδεικτικά Cartwright, 1993· Faller, 1998), «child alienation” (CA) ή και άλλοι. Η έλλειψη κοινού αντικειμένου ή κοινού προσανατολισμού, αλλά ιδίως η αλληλοκριτική επί αναφορών, που, όμως, αναφέρονται σε διαφορετικά αντικείμενα ή έχουν διαφορετικό επίκεντρο, έχουν οδηγήσει σε μια τουλάχιστον τριακονταετία στάσιμης λογοτεχνικής παρεξήγησης, που η ίδια, ως ένα βαθμό ανακυκλώνει το πρόβλημα (Bow, Gould & Flens, 2009).

Ο Gardner, στην αρχική περιγραφή του, είχε συνδέσει την έξαρση των δικών γονικής μέριμνας με δύο παράγοντες: Αφενός, με την εγκατάλειψη, πλέον, της κοινωνικής πεποίθησης ότι η επιμέλεια του παιδιού, που βρίσκεται σε «τρυφερή ηλικία», πρέπει να δίδεται ή ότι δίδεται αυτομάτως στη μητέρα και άρα τις δικαστικές, πλέον, διεκδικήσεις της, από αμφότερους τους γονείς. Αφετέρου, στη διάδοση της ιδέας της «κοινής επιμέλειας», όπου, πρακτικά, στις περιπτώσεις χωριστής διαμονής των γονέων, λειτουργεί με τρόπο ώστε η καθημερινή διαμονή και φυσική φύλαξη του παιδιού να ανατίθεται στον ένα γονέα και ο άλλος να έχει δικαίωμα επικοινωνίας, ενώ οι σημαντικές αποφάσεις για το παιδί να λαμβάνονται από κοινού.

 

Το «σύνδρομο» της γονικής αποξένωσης του Gardner δεν περιορίζεται στην έννοια της πλύσης εγκεφάλου από τον ένα γονέα του παιδιού προς το παιδί και έναντι του άλλου γονέος («brainwashing») (Byrne, 1989). Στην πλύση εγκεφάλου, κατά τον Gardner, υπάρχει συστηματική, σκόπιμη και συνειδητή συμπεριφορά του γονέος, σε σχέση με την αδικαιολόγητη ή υπερβολική υποτίμηση και αρνητική κριτική για τον άλλο γονέα, η οποία είναι προφανής και περιέχει συχνά ευφάνταστους ισχυρισμούς. Το «σύνδρομο» μπορεί να περιέχει την πλύση εγκεγάλου ή στοιχεία της (την ενεργή αποξενωτική συμπεριφορά), αλλά δεν περιορίζεται, κατ’ ανάγκη, στη συνειδητή ή συστηματική συμπεριφορά του γονέος· περιλαμβάνει και την ασυνείδηση ή υποσυνείδητη συμπεριφορά του ιδίου ή άλλων ατόμων του περίγυρου ή χρησιμοποιεί ακόμα και στοιχεία ή χαρακτηριστικά του ίδιου του παιδιού, της προσωπικότητάς του ή άλλους περιστασιακούς παράγοντες. Η ίδια πρώτη αναφορά του Gardner, στο κάτι παραπάνω από την απλή πλύση εγκεφάλου, δεν είχε στατικό αντικείμενο, αλλά περιέγραφε ένα ευρύτερο και κάπως ελαστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο υπάρχουν ή μπορούν να υπάρχουν πολλά επιμέρους αντικείμενα ή παράγοντες, που μπορούν να συνεργούν, προκαλώντας μια τελικά προβληματική κατάσταση γονικής αποξένωσης.

 

Ο Gardner, λοιπόν, εκείνη τη δεκαετία του 80’, είχε συνδέσει την έξαρση των δικών γονικής μέριμνας με αυτούς τους δύο παράγοντες και τη δυναμική του προβλήματος της γονικής αποξένωσης με αυτή την έξαρση. Ο Gardner δεν είχε εφεύρει κάτι καινούργιο, ούτε καν θέλησε να ασχοληθεί με οποιαδήποτε άλλη παράμετρο ήδη γνωστού ενδιαφέροντος μέσα στο ίδιο πλαίσιο (π.χ. επίδραση διαζυγίου στην ψυχολογία ή στην πνευματική και σωματική υγεία του παιδιού κτλ) (Blakeslee & Wallerstein, 1989· Amato & Keith, 1991· Booth, Clarke-Stewart, McCartney, Owen & Vandell, 2000· Amato, 2001· Lowenstein, 2007· Cordero, 2008). Aπλά ενεργοποίησε τον επιστημονικό διάλογο σε σχέση με αυτή την προβληματική πτυχή της έξαρσης των δικών γονικής μέριμνας και, αναπόφευκτα, της αισθητής, πλέον, ύπαρξης ενισχυμένου και εξακολουθούμενου «δικονομισμού» στις σχέσεις παιδιού – γονέων. Στο γεγονός ότι, σε περιπτώσεις χωρισμού (ανεξαρτήτως εάν έχει εκδοθεί ή όχι διαζύγιο) και όπου τίθεται ζήτημα γονικής μέριμνας που δεν μπορούν οι γονείς να επιλύσουν από μόνοι τους, το Δικαστήριο συνυπάρχει, κατά κάποιο τρόπο, στη διάρκεια των χρόνων, με την αποδομημένη οικογένεια, σε ένα διαρκή ρόλο, που δεν βοηθά στην ουσιαστική ανάκτηση των οικογενειακών δεσμών ή κοινωνικών ισορροπιών, στην επούλωση, πέρα από το να ασκεί το τυπικό (και περιορισμένο) έργο του να επιβάλλει, να ελέγχει και να εξαναγκάζει την ισορροπία και την τάξη, όπου, όμως, η ψυχολογία των πρωταγωνιστών, και ειδικά του παιδιού, δεν λαμβάνει τη σημασία που αρμόζει. Ο ενισχυμένος δικονομισμός καθρεφτίστηκε στην αναφορά του Gardner ως πρόβλημα, καταρχάς, μόνο του, έπειτα, όταν συνυπάρχει ήδη αρνητική ψυχολογία των γονέων ή και του παιδιού, λόγω της διάστασης της συζυγικής και γονικής σχέσης, ή και άλλοι παράγοντες που συνεπάγεται ένας χωρισμός, επομένως, όταν δημιουργείται και ένα καταρχάς ανέλεγκτο πεδίο ροπής προς εκμετάλλευση των διαφόρων χαρακτηριστικών του δικαστικού συστήματος (π.χ. τυπικότητα, χρονοτριβή, αναβλητικότητα, δυνατότητα ύπαρξης κερδισμένου διαδίκου, δικηγόροι μεσάζοντες και δυνατότητα έλλειψης άμεσης επικοινωνίας, κτλ), και τελικά επίτευξη της γονικής αποξένωσης, που καθίσταται, δια του συστήματος, και επιθυμητή χωρίς, όμως, ουσιαστικό λόγο.

 

Η «συνδρομοποίηση» του φαινομένου της γονικής αποξένωσης, από μέρους του Gardner, ίσως να έχει τύχει, επίσης, ως ένα βαθμό, παρεξήγησης, ίσως, όμως, και όχι. Ο Gardner, ίσως, δεν στόχευε να αποδώσει ξεχωριστό παθολογικό περιεχόμενο στην «αποξενωτική» γονική συμπεριφορά ή συμπεριφορά εχθρικού συγχρωτισμού από μέρους του ενός γονέος (ώστε αυτή να εισαχθεί με κάποιο αυτόνομο τρόπο στους οδηγούς διαφορικής διάγνωσης), παρόλο που η αποξενωτική συμπεριφορά του γονέος είναι βασικό συστατικό και στη σύλληψη του, που ο ίδιος θεώρησε και τη βασικότερη αιτία πρόκλησης του «συνδρόμου», χωρίς την οποία, ενδεχομένως, να μην υπήρχε αυτό (Gardner, 2001γ). Η αποξενωτική συμπεριφορά που είχε κατά νου ο Gardner, όμως, και που, ίσως, δεν κατάφερε να αποσαφηνίσει επαρκώς και κάπου εισήγαγε και εμφανή αντίφαση (Gardner, 1985· Gardner, 2001γ), θα μπορούσε να είναι εκδήλωση ουδετερότητας από τον γονέα, αποχή κριτικής ή διατήρηση μετέωρων νοημάτων (τάχα προς ακολούθηση ξακουστής συμβουλής αποφυγής αρνητικής κριτικής του άλλου γονέος, αλλά με σαφές υπονοούμενο ότι υπάρχουν πράγματα που θα μπορούσαν να ειπωθούν) ή να περιορίζεται σε εσκεμμένη γονική αδράνεια, δηλαδή παράλειψη του γονέος να λάβει δυνατά θετικά μέτρα προς διατήρηση της ποιότητας της σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα και επίτρεψης των άλλων παραγόντων να δράσουν προς την κατεύθυνση της αποξένωσης. Εξ’ ου και η αρχική αναφορά του Gardner στο ασυνείδητο ή και το υποσυνείδητο της γονικής συμπεριφοράς (Gardner, 1985), που στην πορεία έσπευσε να διαχωρίσει από την καλόπιστη παραμέληση (Gardner, 1997).

 

Ο Gardner, πάντως, έκανε μόνο μια αρχή, γιατί, κατά τα λοιπά, μέσα στην πολύτιμή του, πάντως, σύλληψη, δεν κατάφερε να αποδεσμευτεί από το στοιχείο της γονικής κακοβουλίας. Η σημασία δεν ήταν για να τοποθετηθεί απομονωμένα στη γονική συμπεριφορά, με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή ο Gardner δεν θέλησε ή τουλάχιστον δεν έδειξε ότι ήθελε να περιγράψει πλήρως τον αποξενωτή γονέα, το προφιλ συγκεκριμένου δράστη γονικής αποξένωσης (αν και ως ένα βαθμό ίσως να εξαναγκάστηκε να επεκταθεί), αλλά αυτή τη γονική αποξένωση, ως σύνδρομο, που δεν μένει στην αποξενωτική γονική συμπεριφορά. Πέρα από τη σύλληψη του Gardner, γονική αποξένωση μπορεί να υπάρχει, ίσως, θα πει, κανείς, είτε υπάρχει ένας συγκεκριμένος δράστης (γονέας, παππούς, θείος κτλ) είτε όχι (κυρίως, όταν υπάρχει). Μέσα στη σύλληψη του Gardner θα μπορούσε να υπάρχει (συνηθέστερα) ενεργή κακόβουλη αποξενωτική συμπεριφορά (brainwashing), ένας καθαρά αποξενωτής γονέας, θα μπορούσε και να μην υπάρχει, να υπάρχει, όμως, κάποια άλλη αιτία, συνυφασμένη κι αυτή με κακοβουλία στη γονική συμπεριφορά. Έπειτα, εκτός από την γονική συμπεριφορά, η συμπτωματολογία στο παιδί είναι, για τον Gardner, η απαρχή της διαπίστωσης της ανάγκης διερεύνησης τυχόν ύπαρξης του «συνδρόμου», οι αιτίες του οποίου μπορούν να δίνουν αναφορά και στην ίδια την εσωτερική ψυχοπνευματική κατάσταση του παιδιού. Η αλληλεπίδραση αυτή γίνεται μέσα στο δικονομικό πλαίσιο, όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι στη διαταραγμένη σχέση, είναι, καταρχάς, ψυχικά ευάλωτοι, για τους δικούς τους λόγους ο καθένας.

 

Επιχείρησε, λοιπόν, ο Gardner, να περιγράψει, γενικά και με έμφαση σε συγκεκριμένα σημεία (όπως όταν φτιάχνει, κανείς, μια καρικατούρα), ένα σύνολο συχνά παρουσιαζόμενων και κοινά αναγνωρίσιμων συμπτωμάτων, κοινωνικών ή ατομικών (που το καθένα από μόνο του μπορεί να’χει και το δικό του παθολογικό νόημα ή και να μην έχει καθόλου νόημα), μέσα στο δικονομικό πλαίσιο, που όλα μαζί (δυναμική του συνόλου) καθορίζουν, εκ του αποτελέσματος, μια κατάσταση ή ένα κίνδυνο, που λέγεται «γονική αποξένωση», που ο Gardner έβλεπε περισσότερο ως παθολογία για το παιδί. Εν τέλει, στοχοποιούσε αυτό το δικαστικό σύστημα που, ενώ είναι βαρυφορτωμένο με δίκες γονικής μέριμνας, λόγω της αντίστοιχης κοινωνικής εξέλιξης, αποδεικνύει ότι προκαλεί ή επιτρέπει τη δημιουργία του προβλήματος της γονικής αποξένωσης, ότι δεν ανταποκρίνεται, με τα υφιστάμενα εργαλεία του, επαρκώς, στην ανάγκη πρόληψης και ίσως αποτροπής του.

 

Το «σύνδρομο» του Gardner επικρίθηκε από πολλούς επιστήμονες, διαφόρων ειδικοτήτων, για έλλειψη επιστημονικής τεκμηρίωσης (Warshak, 2001· Bruch, 2001, 2002· Katz, 2003· Johnston & Kelly, 2004· Emery, 2005· Hoult, 2006· Martindale & Gould, 2007· Bond, 2008). Βέβαια, ο ίδιος ο Gardner, απαντώντας στις επικρίσεις, αρνήθηκε την έλλειψη τεκμηρίωσης (Gardner, 2001γ), χωρίς να αρνείται, αλλά και με το να εισηγείται και ο ίδιος, την επείγουσα ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω εμπειρικής έρευνας στο θέμα, για την καλύτερη επιστημονική διακρίβωση των εμπειρικών παρατηρήσεών του. Ο Gardner, ως έμπειρος παιδοψυχίατρος και συνήθης μάρτυρας σε δίκες γονικής μέριμνας στις ΗΠΑ και ο ίδιος χωρισμένος γονέας τριών παιδιών, στην αρχική του αναφορά, ήταν σα να είχε απευθύνει έκκληση προς όλους τους εμπλεκομένους σε δίκες γονικής μέριμνας, για μη ανάλωσης χρόνου και ουσίας σε αχρείαστες λεπτομέρειες, που υπενθύμιζε την ανάγκη πρακτικής και αποτελεσματικής προσήλωσης σε ό,τι το οικογενειακό δίκαιο διαχρονικά προστατεύει, στο συμφέρον του παιδιού, που δεν μπορεί να είναι μόνο μια θεωρητική ιδέα ή ένας αφηρημένος στόχος. Στο μετέπειτα έργο του, και μέχρι το 2003, που αυτοκτόνησε (όχι για λόγους που σχετίζονται με το έργο του, όπως θέλησαν ορισμένοι επικριτές του να διαφανεί, αλλά λόγω χρόνιας νευρολογικής ασθένειας από την οποία υπέφερε), παρασύρθηκε, ενδεχομένως, και ο ίδιος, από την έντονη κριτική και έσπευσε, σε σημεία, και εβρισκόμενος, μάλλον, σε κατάσταση λογοτεχνικής άμυνας, να αποδώσει στο σύνδρομό του, ορισμό που παρέπεμπε σε συζητήσιμη παθολογική κατάσταση της παιδοψυχολογίας, αναφέρθηκε με καθαρά ιατρικούς όρους σε «σύνδρομο», που ξεπέρασε το πρώτο επίπεδο (Champbell, 1989), επιθυμώντας, ίσως, την ειδικότερη ή σαφέστερη ένταξη του συνδρόμου αυτού στους οδηγούς διαφορικής διάγνωσης, στον βαθμό που τέτοια λύση θα διευκόλυνε, ως θεωρούσε, την αντιμετώπιση του προβλήματος (Gardner, 2001α· Gardner, 2001β· Gardner, 2001γ· Gardner, 2002α· Gardner, 2002β), έτσι η σημαντικότητα εκείνης της αρχικής και πιο αθώας έκκλησης κάπου, ίσως, να χάθηκε. Και δημιουργήθηκε και αντίφαση γιατί το «σύνδρομό» του είχε, σαφώς, ευρύτερη κοινωνική διάσταση ή αφορούσε, καλύτερα, σε κάποια κοινωνική παθογένεια (που μπορεί να απολήγει σε ψυχοπνευματική ασθένεια για το παιδί, αλλά και όχι μόνον). Οι επικρίσεις του Gardner και του έργου του ήταν, για κάποιους λόγους ή και λόγω προκατάληψης, τόσο έντονες, που δεν είχαν απλά θέσει εν αμφιβόλω τις ίδιες τις επιστημονικές παρατηρήσεις του και τη δυνατότητα χρήσης του όρου «σύνδρομο», υπό την επίφαση της έλλειψης έρευνας ή τεκμηρίωσης ή συγκεκριμένων ευρημάτων, αλλά είχαν φτάσει και σε σημείο να εγείρουν ζήτημα ότι ο Gardner προωθούσε, διαχρονικά, με τις απόψεις του (Gardner, 1986, 1991, 1992, 1996), την παιδοφιλία, ως προς την οποία ο Gardner είχε, όντως, κάποιες ακραίες ή διατυπωμένες προκλητικά θέσεις (Dallam, 1998), αλλά και να ξεφύγουν από το επιστημονικό επίπεδο και να αγγίζουν την προσωπικότητα και τα κίνητρά του, ότι, τάχα, εκτόνωνε, με τις αναφορές του, συναισθήματα από προσωπικά του βιώματα, παρά εξέθετε επιστημονικές παρατηρήσεις.

 

Το «σύνδρομο» του Gardner δεν μπορεί, όντως, να θεωρηθεί τόσο εύκολα ότι είναι, το ίδιο, ψυχοπνευματικό, αμιγώς, παρόλο που επιμέρους συμπεριφορές που το συνιστούν θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται σε ήδη υφιστάμενες θεωρίες ή να εμπίπτουν σε κατηγορίες άλλων ήδη αναγνωρισμένων διαγνώσεων. Ακόμα κι όταν ο Gardner αναφέρεται σε παθογένεια και σε ασθένεια (disorder) με υποκείμενο το παιδί, αφήνει, σαφώς, να νοηθεί ή δεν μπορεί να μην νοηθεί η κοινωνική διάσταση πίσω από την όποια αναφορά. Άλλοι μελετητές έχουν, βέβαια, εστιάσει σε αυτή τη πτυχή της παιδοψυχολογίας για να μελετήσουν την κατάσταση της γονικής αποξένωσης ως ψυχονπνευματική κατάσταση στην οποία υπεισέρχεται το παιδί λόγω της γονικής συμπεριφοράς, σε περιπτώσεις έντονων διαζυγίων, και η οποία έχει διάφορες βλαπτικές επιδράσεις στη μετέπειτα ζωή του «αποξενωμένου παιδιού» (Sher, 2015α). Παράλληλα, όμως, έλεγε ο Gardner, μη θέλοντας να απομονώσει αυτή την πτυχή, ήταν ότι δεν μπορεί να αποχαρακτηριστεί η γονική αποξένωση ως «σύνδρομο», αφού τέτοιος αποχαρακτηρισμός θα σήμαινε και αποσύνδεση της κατάστασης από την αιτία της, την αποξενωτική συμπεριφορά ή το αποξενωτικό περιβάλλον μέσα στο πλαίσιο στο οποίο γίνεται ο διάλογος. Ως σύνολο, η γονική αποξένωση του Gardner, συνιστά περισσότερο κοινωνική παθολογία, που, στον βαθμό που μπορεί να εξισώνεται με αιτία ή μορφή ψυχολογικής βίας, είτε προς τον ένα γονέα (Sher, 2015β) είτε προς το παιδί, εκεί χρήζει της επιστημονικής προσοχής. Παράλληλα, εκεί καλείται και το δίκαιο να ερευνήσει, εάν μπορεί να επιστρατεύει κάποια δικά του εργαλεία, νέα εργαλεία, ή να προσανατολίσει τα υφιστάμενά του (π.χ. περιορισμός δικών γονικής μέριμνας όπου, όντως, χρειάζονται και όχι ρουτινωδώς, σε κάθε περίπτωση διαζυγίου, ως μέρος ενός «δικηγορικού πακέτου» ή προσαρμογή της χρησιμοποιούμενης ορολογίας, κτλ), προς ειδική αντιμετώπιση.

 

Επειδή υπήρξαν και οι τοποθετήσεις ότι γονική αποξένωση μπορεί να συμβαίνει γενικά, ο ορισμός του Gardner δεν αφορά στη γενικότερη λογοτεχνική περιγραφή της κατάστασης, όπου η συχνότητα στην επαφή του παιδιού με τον γονέα του ή η ποιότητα στη σχέση γονέος – τέκνου επηρεάζονται για οποιοδήποτε άλλο λόγο (π.χ. πολύωρη εργασία και άρα απουσία του γονέος ή διαμονή του σε άλλη χώρα για άλλους λόγους ή αντιμετώπιση ενός προβλήματος υγείας του γονέος), με κάποιο, τέλος πάντων, φυσικό, στην πορεία των πραγμάτων, τρόπο (ανεξαρτήτως εάν σε τέτοια φυσικότητα μπορεί να εναχθεί και ένα διαζύγιο και οποιαδήποτε κατάσταση προκαλεί φυσική απομάκρυνση του ενός γονέος από την καθημερινότητα του παιδιού). Και σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί, ενδεχομένως, να υπάρξει αίσθημα αποχωρισμού ή αποσύνδεσης, με αρνητικό ψυχολογικό επακόλουθο, σύμφωνα με ήδη υφιστάμενες θεωρίες (π.χ. attachment theory) (Bowlby, 1951, 1969, 1973). Ο όρος δεν περιγράφει γενικά μια παθητική κατάσταση ή ένα αποτέλεσμα γονικής αποξένωσης (που μπορεί να είναι, επίσης, πρόβλημα σε άλλο επίπεδο), αλλά τη γονική αποξένωση στο συγκεκριμένο κάδρο των δικών γονικής μέριμνας και λόγω αυτών, όπου χρήζουν προσοχής τα συμπτώματα που συγκεντρώνονται σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση (συμπεριφορά των γονέων, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του παιδιού, συμπεριφορά του παιδιού, περιβαλλοντικές ή περιστατικές συνθήκες, ο διάλογος μεταξύ όλων αυτών, και ίσως και άλλα). Η προσθήκη του δικονομισμού στο «σύνδρομο» του Gardner το είχε καταστήσει, ενδεχομένως, και αρκετά πιο πολύπλοκο, γιατί ανοίγεται παντού, τόσο που δεν μπόρεσε να αποκλείσει τις σκέψεις των επικριτών του ότι δεν πρόκειται για μια ασυναρτησία.

 

Η «συνδρομοποιημένη» γονική αποξένωση του Gardner ήταν ένα αποτέλεσμα ή ένα ενδεχόμενο αποτέλεσμα στο πλαίσιο των δικών γονικής μέριμνας, που έπρεπε να τυγχάνει ιδιαίτερης σημασίας μέσα σε αυτό το ίδιο πλαίσιο, χωρίς περαιτέρω περιορισμούς και χωρίς εξωτερικούς ανεξάρτητους επιστημονικούς στόχους, ή μάλλον με απώτερο ή έμμεσο στόχο, μέσα σε αυτό το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, στις δίκες της γονικής μέριμνας, να υπάρχει μεγαλύτερη και πιο ενεργή συμμετοχή ειδικών άλλων κλάδων ή ένα πίσω δωμάτιο για τον ψυχολόγο, που θα έχει την ικανότητα να εκτιμήσει το «σύνδρομο» ή να το αποτρέψει, εντός και εκτός του δικονομικού πλαισίου, που με τη σειρά του θα πρέπει να αναμορφωθεί ή και να συρρικνωθεί.

 

Εάν η διαμεσολάβηση είναι ή δεν είναι σχετικό ζήτημα ή κατάλληλος τρόπος ή εάν είναι άλλο το εργαλείο που χρειάζεται, είναι ένα εξίσου μεγάλο θέμα. Ακόμα και ο Gardner, στην αρχική αναφορά του, έκανε λόγο για την διαμεσολάβηση και καλωσόριζε την εξέλιξη, χωρίς να είναι βέβαιο εάν είχε κατά νου πώς δουλεύει στη νομική πράξη η διαμεσολάβηση ή να υπεισέρχεται στο κατά πόσο αυτή μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα ή εάν τελικά στην πράξη θα αποτελεί ένα υποκατάστατο του δικονομισμού με ίδιες, όμως, δυναμικές αποξένωσης, ήταν ελπιδοφόρο μήνυμα που εξέφραζε κι ο Gardner. Στη διαμεσολάβηση αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και ο Lowenstein (1998), προβάλλοντας εισήγηση ότι η διαμεσολάβηση μπορεί να βοηθά, αλλά και ο Lowenstein, ό,τι εισηγούνταν, ήταν η αρχική προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς εκτός δικαστηρίου, εξωδίκως, με εναλλακτικό τρόπο, χωρίς αντιπαράθεση, και σε περίπτωση αποτυχίας, στην δικαστική επιβολή ορισμένων καταστάσεων, όπου, μεταξύ άλλων, να ενυπάρχει υποχρεωτική ψυχολογική παρακολούθηση, χωρίς, ο ίδιος ο Lowenstein, στη δική του «διαμεσολάβηση» και προτεινόμενη προσέγγιση των δύο όψεων, να μπαίνει στις λεπτομέρειες ανάλυσης του συστήματος της «διαμεσολάβησης» όπως μπορεί να είναι γνωστό στους νομικούς ή στους ρόλους (ποιος είναι ο διαμεσολαβητής και τι κάνει), όπως διαμορφώνονται, ακριβώς, εντός αυτού (βλ. και Vestal, 1998 για την εναντίωση).

 

Για κάποιους το ζητούμενο είναι ποια ακριβώς στοιχεία των δικών γονικής μέριμνας είναι αυτά που φαίνονται στους ψυχολόγους να δημιουργούν περιθώριο για γονική αποξένωση (π.χ. χρόνος, δικηγόροι, αντιπαραθετικό σύστημα, εμμεσότητα, κτλ) ή κατά πόσον, εάν αυτά απουσίαζαν από το πλαίσιο, δεν θα επέρχονταν γονική αποξένωση, γιατί αυτή μπορεί να οφείλεται αλλού και όχι στο δικαστικό σύστημα. Μερικές φορές αυτός ο διάλογος καταλήγει να θυμίζει έντονα τη διαφωνία για το εάν η κότα γέννησε το αυγό ή το αυγό την κότα. Το ζητούμενο ίσως θα έπρεπε να είναι κατά πόσο το προστατευτικό δίκαιο, που βρίσκεται ενώπιον του συγκεκριμένου προβλήματος, μπορεί να επιστρατεύσει νέα εργαλεία που να αποτρέπουν τη δημιουργία του περιθωρίου γονικής αποξένωσης (που παρατηρήθηκε και υπάρχει, έστω χωρίς να έχει καταγραφεί επιστημονικά η έκτασή του), ακόμα κι αν δεν αλλάξει οτιδήποτε από άποψη ουσιαστικού οικογενειακού δικαίου (ουδείς ζήτησε να αλλάξει το ουσιαστικό δίκαιο και ουδείς εισηγήθηκε ότι το συμφέρον του παιδιού δεν είναι ο κατάλληλος άξονας). Εάν η «βοήθεια» μπορεί να συνίσταται στην αλλαγή και βελτίωση της δικονομίας στις δίκες γονικής μέριμνας ή όχι (λ.χ. γιατί είναι αχρείαστη), εάν θα έπρεπε να υπάρχει εναλλακτική διαδικασία επίλυσης των εν λόγω διαφορών ή όχι (και εάν αυτή είναι η διαμεσολάβηση ή όχι), και εάν θα πρέπει η δικαιϊκή βοήθεια να περιοριστεί σε νομοθετική εργασία που να ρυθμίζει τα εκτός του δικονομικού πλαισίου ή όχι (λ.χ. γιατί δεν μπορούν αυτά να είναι αντικείμενο νόμου), είναι το περιεχόμενο μιας πρότασης που πολλοί αναμένουν, κάποια στιγμή, με σχετική τεκμηρίωση, και αφού πρώτα επιτευχθεί η απαραίτητη συνεννόηση, για το ποιο είναι το πρόβλημα και ποιο το ζητούμενο. Νομική έρευνα χρειάζεται, εμπειρική, σε πολλά επίπεδα και για πολλές επιμέρους διαπιστώσεις· θα ήταν, ίσως, και ένας ασφαλής δρόμος, μακρυά από τυφλούς νομικούς πειραματισμούς. Δεν είναι, όμως, η νομική έρευνα, υποκατάστατη της έρευνας που χρειάζεται σε οποιαδήποτε άλλη επιστήμη, ούτε η αναγνώριση του «συνδρόμου» από τα δικαστήρια μπορεί να λειτουργήσει σαν οδός αναγνώρισης του «συνδρόμου» ως ασθένειας (Gardner, 2003). Ούτε, αντίστοιχα, και η αναγνώρισή του ως ασθένειας συνιστά οδό αλλαγής του δικαίου.

 

Η προσπάθεια για ένταξη της γονικής αποξένωσης στους οδηγούς διαφορικής διάγνωσης, που είναι, μάλλον, κάπως άσχετη με το νομικό ζήτημα, έγινε και μετά τον θάνατο του Gardner, από τους συνεχιστές του έργου του ή από ανεξάρτητους υποστηρικτές της ανάγκης θεραπευτικής αντιμετώπισης του φαινομένου της γονικής αποξένωσης, ως παθολογικής κατάστασης (Bernet, 2008· Bernet, Boch-Galhau, Baker & Morrison, 2010· Bernet, 2010· Bernet & Baker, 2013). Από άλλους μελετητές υπήρξαν αντίθετες συστάσεις (Houchin, Ranseen, Hash, Bartnicki, 2012). Ήταν μια τάση, που ίσως ακόμα να υφίσταται, οι μεν να ισχυρίζονται ότι το θέμα εμπίπτει στη δικαιοδοσία των ψυχοθεραπευτών και οι δε να ισχυρίζονται ότι το θέμα εμπίπτει στη δικαιοδοσία των νομικών και του δικαστηρίου, και τελικά το θέμα να αφορά ένα πρόβλημα που ανήκε ή ανήκει παντού και πουθενά, που όλοι μιλούσαν και μιλούν γι’ αυτό, αλλά ουδείς επιθυμεί να το αναγνωρίσει επίσημα ή λίγοι το αναγνωρίζουν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρόλο που ο Gardner, μέχρι και πριν το θάνατό του, αρνούνταν ότι το (συγκεχυμένο) «σύνδρομό» του καλύπτεται, κατά κάποιο τρόπο, από τους οδηγούς διαφορικής διάγνωσης (Gardner, 2003), ο σημερινός π.χ. DSM-5 περιέχει ευρύτερες κατηγορίες («child psychological abuse» και «child affected by parental relationship distress»/ «Parent-child relational problem»), στις οποίες θα μπορούσε να θεωρείται ότι μπορεί να εντάσσεται και η γονική αποξένωση, ανεξαρτήτως εάν αυτή ονομάζεται «σύνδρομο» ή όχι. Υπάρχουν, ενδεχομένως, και άλλες ήδη αναγνωρισμένες διαγνώσεις που μπορούν να εντοπίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις του «συνδρόμου» της γονικής αποξένωσης (π.χ. «Delusional symptoms in partner of individual with delusional disorder» ή «Factitious disorder imposed on another»).

 

Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι, ακόμα κι αν το «σύνδρομο» ή η κατάσταση της «γονικής αποξένωσης» ενταχθεί σε οδηγούς διαφορικής διάγνωσης αυτοτελώς στο μέλλον ή όχι, τέτοια συγκυρία δεν δημιουργεί την πραγματική ή την μεγάλη διαφορά για το δίκαιο (ή στο δίκαιο της απόδειξης στις δίκες γονικής μέριμνας – για το οποίο έχει σημασία τι και πώς εισάγεται στη διαδικασία και ίσως να «στοίχησε», μεταξύ των άλλων, και στον Gardner, ως μάρτυρα, κάποιες φορές, η επιμονή του στον συγκεκριμένο όρο του ή και η προσπαθειά του να τον «περάσει» δικαστικά) (διαφορετικά στον Hoult, 2006), η αυτονομία της αναγνώρισης της γονικής αποξένωσης ως ασθένειας στη ψυχιατρική επιστήμη. Όπως η κάλυψη του φαινομένου υπάρχει, κατά κάποιο τρόπο και κατά μία άποψη στους οδηγούς διαφορικής διάγνωσης, υπάρχει και στο δίκαιο, με την διασφάλιση του άξονα της προστασίας του συμφέροντος του παιδιού, και, από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρούν κάποιοι νομικοί ότι δεν χρειάζεται εκσυγχρονισμός στο οικογενειακό δίκαιο, χωρίς να σημαίνει ότι δεν χρειάζεται εκσυγχρονισμός γενικά στο οικογενειακό δίκαιο (που είναι υπό διαδικασία εκσυγχρονισμού) ή ειδικά στο δίκαιο που ρυθμίζει τα ζητήματα γονικής μέριμνας, σε νομοθετικό ή διαδικαστικό επίπεδο ή κανονιστικό διάβημα που να επιφέρει εκσυγχρονισμό σε επίπεδο κοινωνικής δράσης, προς πρόληψη ή καταστολής ενός, πάντως διαπιστωμένου, προβλήματος γονικής αποξένωσης (Johnston, 2003· Baker, 2006· Baker & Darnall, 2006· Lavadera, Ferracuti & Togliatti, 2012).

 

Κάτι που (πρέπει να) μένει, τουλάχιστον για τους νομικούς, προσπερνώντας όλο το μαύρο της εικόνας και ανεξάρτητα από την ανούσια διαφωνία περί της ύπαρξης ή μη επίσημης επιστημονικής αναγνώρισης του «συνδρόμου» και την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα στην επίκλησή του ή στην επίκληση της μη αναγνώρισής του (βλ. ενδεικτικά και Pignotti, 2014), είναι ότι η αναφορά του Gardner ήταν (ή μπορεί να ερμηνευτεί ότι είναι), σε κάθε περίπτωση, μια χρήσιμη (ή τουλάχιστον μια όχι άχρηστη) επισήμανση της ανάγκης έρευνας για τυχόν αναγκαίες προσαρμογές της δικονομίας ή της όποιας πρακτικής διαδικασίας εφαρμογής του δικαίου, ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτά επιτελούν το στόχο του ουσιαστικού δικαίου ή έστω ότι δεν επιτρέπουν, σε τελική ανάλυση, αντιθέσεις με τους σκοπούς του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή, βλάβη στο συμφέρον του παιδιού. Να γίνει, το συμφέρον του παιδιού, ο μοναδικός άξονας και στη δικονομία ή πρακτική διαδικασία που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή του δικαίου, για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας.

 

Ό,τι έλεγε και ο Gardner (2001γ), από την δική του οπτική στις δίκες γονικής μέριμνας όπου συμμετείχε, ήταν ότι, σε περίπτωση διαπίστωσης της ύπαρξης του «συνδρόμου», πρέπει να υπάρχουν, μεταξύ άλλων, κάποια δικονομικά εργαλεία αντιμετώπισης, όπως, για παράδειγμα, η δυνατότητα δικαστικής διαταγής του αποξενωτή γονέος σε συγκεκριμένη συμπεριφορά. Ενδεικτική ήταν η αναφορά του Gardner, που δεν ήταν νομικός, καλούσε, όμως, τους νομικούς αυτό, ακριβώς, να δουν, τη νομική δυνατότητα ή και συνταγματικότητα των εισηγήσεών του. Μπορεί, για παράδειγμα, να διαταχθεί η υποχρεωτική παρακολούθηση των γονέων και του παιδιού, που μετέχουν σε δίκες γονικής μέριμνας μη μπορώντας να ρυθμίσουν μόνοι τους τα ζητήματα αυτά, από ψυχολόγο, μετά τον πρώτο δικαστηριακό καθορισμό της φύλαξης και της επικοινωνίας; Μπορεί, τότε, το Δικαστήριο να βγαίνει εντελώς εκτός προσκηνίου και να αναλαμβάνει από εκεί και πέρα αποκλειστικό έργο μια ειδική επιτροπή παρακολούθησης, εκτός των υπηρεσιών κοινωνικής ευημερίας, που να παρακολουθεί στενά την καθημερινή διαβίωση της αποδομημένης οικογένειας με χρήση συγκεκριμένων εργαλείων (π.χ. “Multi-Modal Family Intervention” – MMFI των Johnston, Walters και Friedlander, 2001, ή το “Re-unification Counseling,” των Markan & Weinstock, 2005, ή άλλο), η οποία να επιστρατεύει η ίδια κάποια δικαστική διαδικασία όταν και όπου χρειάζεται; Μπορεί να υπάρχει δικαστικός εξαναγκασμός σε ορισμένες συμπεριφορές του γονέος που να εμπεριέχουν και συναισθηματική διαμόρφωση ή τέτοια διαταγή βαίνει εκτός δικαστικής προστασίας και πώς ελέγχεται η τήρησή της; Πρέπει να τιμωρείται ένας «αποξενωτής» γονέας ή να θεραπεύεται; Είναι, τελικά, θέμα δικαιοσύνης ή θεραπείας ή θεραπευτικής δικαιοσύνης; Μπορεί να προσεγγιστεί η έννοια της θεραπευτικής δικαιοσύνης και να προταθούν μοντέλα της στον τομέα αυτό των δικών γονικής μέριμνας; Τα ερωτήματα μπορούν να είναι ακόμα περισσότερα, αρχίζουν, όμως, να αποκτούν και κάποιο νόημα, εκεί όπου συγκεντρώνεται διεπιστημονικά το ενδιαφέρον, απομακρυσμένο από αλλότρια κίνητρα.

 

Ο Garber (2004, 2007), για παράδειγμα, που προσέγγισε το θέμα μέσα από την κλασική θεωρία της προσκόλλησης (attachment theory), υποστήριξε ότι όταν ο γονέας που έχει την φύλαξη του παιδιού ενθαρρύνει με λέξεις και πράξεις καλή συμπεριφορά προς τον απόντα γονέα, ενισχύει την αίσθηση ασφάλειας του παιδιού και την προσκόλλησή του στον απόντα γονέα, και μπορεί να το πράττει, ίσως, με τη βοήθεια ενός ειδικού (Freeman, Abel, Cowper-Smith, & Stein, 2004). Σε σχετικές αναφορές προέβη και ο Lowenstein (2010). Όμως, ο γονέας που πάσχει συναισθηματικά, δεν θα μπορέσει να το πράξει μόνος του, και ίσως, δεν μπορεί να θεραπεύσει την ψυχή του παιδιού του πριν ή χωρίς να έχει θεραπεύσει την δική του. Μένει κάποιος χώρος για δικαιϊκά διαβήματα ανάμεσα στα ήδη υφιστάμενα ευρήματα; Μήπως εκεί θα έπρεπε να ήταν η απαρχή; Ο Gardner είχε δημιουργήσει, περαιτέρω, ένα πίνακα δικονομικής αντιμετώπισης (πέρα από τη θεραπευτική αντιμετώπιση), ανάλογα με τη σοβαρότητα της διάγνωσης του συνδρόμου (Gardner, 2001γ). Δεν λέει, κανείς, ότι είναι αποδεκτός αυτός ο πίνακας του Gardner (και δεν είναι), ήταν, όμως, η δική του προσπάθεια (ελλείψει άλλων), να εισηγηθεί, έστω, μια λύση, σε περίπτωση εμφάνισης του προβλήματος αυτού. Είναι θλιβερό, πάντως, το ότι ο λόγος, στις περισσότερες περιπτώσεις, γίνεται για μια κατάσταση που διαπιστώνεται αφού έχει ήδη επιφέρει ζημιά στην ψυχολογία των συμμετεχόντων στις δίκες γονικής μέριμνας, που κάποιοι έχουν ταξινομήσει και σε επίπεδα.

 

Ένας εναλλακτικός (πιο νομικός ίσως) ορισμός της γονικής αποξένωσης ή του συνδρόμου της γονικής αποξένωσης, με βάση την σύλληψη του Gardner, αλλά μη μένοντας σε αυτήν (ή ξεπερνώντας την εμμονή της στα σημεία), γονική αποξένωση είναι μια κατάσταση που συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί ή ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται ή μπορεί να παρουσιαστεί σε δίκες για τη ρύθμιση των ζητημάτων της γονικής μέριμνας (πλαίσιο), συνήθως μετά την φυσική απομάκρυνση του ενός γονέος από την συζυγική οικία (ενδεικτική αιτία), λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της παρατεινόμενης εκκρεμοδικίας (ενδεικτική αιτία), όταν δεν λαμβάνονται μέτρα και δεν διασφαλίζεται με κάποιο τρόπο η λήψη μέτρων για τη διατήρηση της καλής ποιότητας στις σχέσεις του παιδιού με αμφότερους τους γονείς και την οικογένεια (ενδεικτική αιτία), και ενώ, λόγω της αποδόμησης της οικογένειας, σε πραγματικό χρόνο (ενδεικτική αιτία), υφίστανται παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την ψυχολογία του παιδιού και των γονέων (ατομικοί ή κοινωνικοί)(ενδεικτική αιτία), ώστε το παιδί (υποκείμενο θυματοποίησης), που εισέρχεται και βιώνει σε αποξενωτικό περιβάλλον κατά την εκκρεμοδικία (αλληλεπίδραση ενδεικτικών αιτιών), τελικά, να καταλήγει να αναπτύσσει αρνητικά αισθήματα για τον ένα γονέα ή και για τους δύο γονείς ή και για το περιβάλλον τους, και γενικά να επέρχεται αδικαιολόγητη αλλοίωση της γονικής σχέσης, ή να υφίσταται άλλου είδους ψυχολογική βλάβη του (συνέπειες) και ο αποξενωμένος γονέας ή οι αποξενωμένοι γονείς (υποκείμενο θυματοποίησης) να υφίστανται, επίσης, ψυχολογική βλάβη (συνέπειες). Από εκεί και πέρα, η ανάλυση του ορισμού, μπορεί να επεκταθεί, συζητώντας το πλαίσιο, τις ενδεικτικές αιτίες, τα πιθανά θύματα, τις συνέπειες και προβαίνοντας σε ανάλογες κατηγοριοποιήσεις.

 

Η συνεχής επιμόρφωση των εμπλεκομένων σε δίκες γονικής μέριμνας για τις εξελικτικές δυναμικές του φαινομένου της γονικής αποξένωσης (βλ. και Baker, 2005· Baker, 2006), ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο εξελισσόμενο επιστημονικό παρασκήνιο (για το οποίο δουλεύουν και η επιστήμη και ο χρόνος) (Polak & Saini, 2015), και η συντονισμένη προσπάθεια πρόληψης του προβλήματος (που και όπου παρατηρείται να υπάρχει), ασφαλώς, δεν βλάπτει, αλλά ούτε και έτυχε κάποιας άρνησης από το νομικό κόσμο (να γνωρίζει πράγματα). Είναι εντυπωσιακό πως δεν είναι μόνο Κυπριακό το φαινόμενο να κατηγορούνται οι δικηγόροι για άρνηση αποδοχής της (νομικής) αναγνώρισης του «συνδρόμου», για λόγους που ανάγονται σε ευτελή (οικονομικά) κίνητρα (Bernet & Baker, 2013), ούτε η από μέρους των δικηγόρων θεώρηση του «συνδρόμου» ως αποκυήματος ψευδοεπιστήμης που δεν έχει θέση και που γενικά είναι αδιάφορη στο (ήδη εκσυγχρονισμένο και επαρκές) δίκαιο (Smith, 2016). Γενικά, ο Κυπριακός διάλογος των τελευταίων μηνών, προερχόμενος από συλλόγους που υφίστανται για να προωθούν ή να προστατεύουν συγκεκριμένα συμφέροντα (αποξενωμένων γονέων, επαγγελματιών δικηγόρων ή άλλων), είναι ένα κακό déjà vu μιας διαχρονικής, απανταχού, κατάστασης, που είναι και η ίδια, ως ένα σημείο, μέρος του φαινομένου που αγγίζει. Χρειάζεται, σε αυτό τον ατέλειωτο διάλογο, εγκράτεια και σοβαρότητα, κυρίως, επιστημονική εργασία και διεπιστημονική συνεργασία, για να τοποθετηθούν στο τραπέζι συγκεκριμένες μελετημένες «δικαιϊκοθεραπευτικές» προτάσεις, στη βάση των ήδη υφιστάμενων ευρημάτων, προς αντιμετώπιση ενός φαινομένου, που, πάντως, δεν έχει πει κανείς ότι δεν υπάρχει ή ότι δεν είναι πρόβλημα που υπάρχει.

 

—————–

Amato, P. R. (2001). Children of divorce in the 1990s: An update of the Amato and Keith (1991) meta-analysis. Journal of Family Psychology, 15, 355–370.

Amato, P. R., & Keith, B. (1991). Parental divorce and adult well-being: A metaanalysis. Journal of Marriage & the Family, 53, 43–58.

Baker, A. J. L. (2005). The long-term effects of parental alienation on adult children: A qualitative research study. The American Journal of Family Therapy, 33, 289–302.

Baker, A. J. L. (2006). Patterns of Parental Alienation Syndrome: A qualitative study of adults who were alienated from a parent as a child. The American Journal of Family Therapy, 34, 63–78.

Baker, A. J. L. & Darnall, D. (2006). Behaviors and strategies employed in parental alienation: A survey of parental experiences. Journal of Divorce & Remarriage, 45(1/2), 97-123.

Bernet, W. (2008). Parental alienation disorder and DSM-V. The American Journal of Family Therapy, 36, 349–66.

Bernet, W., Boch-Galhau, V. W., Baker, A. J. L. & Morrison, S. L. (2010). Parental alienation, DSM-V, and ICD-11. The American Journal of Family Therapy, 38, 76 –187.

Bernet, W. (2010). Parental Alienation, DSM-5, and ICD-11. Springfield, IL: Charles C Thomas.

Bernet, W. & Baker, A. J. L. (2013). Parental Alienation, DSM-5, and ICD-11: Response to Critics. The Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law, 41, 98–104.

Blakeslee, S., & Wallerstein, J. S. (1989). Second chances: Men, women and children a decade after divorce. New York: Ticknor & Fields.

Bond, R. (2008). The lingering debate over the parental alienation syndrome phenomenon. Journal of Child Custody, 4, 37–54.

Booth, C., Clarke-Stewart, K. A., McCartney, K., Owen, M. T., & Vandell, D. L. (2000). Effects of parental separation and divorce on very young children. Journal of Family Psychology, 14, 304–326.

Bow, J. N., Jonathan, W. C. & Flens, J. R. (2009). Examining parental alienation in child custody cases: A survey of mental health and legal professionals. The American Journal of Family Therapy37, 127–145.

Bowlby, J. (1951). Maternal care and mental health (World Health Organization Monograph Series No. 14). New York: Columbia University Press.

Bowlby, J. (1969). Attachment and loss: Vol. 1. Attachment. London: Hogarth.

Bowlby, J. (1973). Attachment and loss: Vol. 2. Separation: Anxiety and anger. London: Hogarth.

Bruch, C. S. (2001). Parental Alienation Syndrome and Parental Alienation: Getting it wrong in child custody cases. Family Law Quarterly, 35, 527-552.

Bruch, C. S. (2002). Parental Alienation Syndrome: Junk Science in Child Custody Determinations. European Journal of Law Reform, 3, 383.

Byrne, K. (1989). Brainwashing in custody cases: The Parental Alienation Syndrome. Australian Family Lawyer, 4(3), 1 – 7.

Campbell, R. J. (1989). Psychiatric dictionary (6th ed.). New York and Oxford: Oxford University Press.

Cartwright, G. F. (1993). Expanding the parameters of parental alienation syndrome. The American Journal of Family Therapy, 21, 205-215.

Clarkson, H. & Clarkson, D. (2007). Confusion and controversy in parental alienation. Journal of Social Welfare & Family Law, 29, 265–275.

Cordero, D. W. (2008). The breaking of a family: Children in the battlefield.

//www.personalityresearch.org/papers/eagan.html

Dallam, S. J. (1998). Dr. Richard Gardner: A review of his theories and opinions on atypical sexuality, pedophilia, and treatment issues. Treating Abuse Today , 8, 15-23.

Emery, R. E. (2005). Parental Alienation Syndrome: Proponents bear the burden of proof. Family Court Review, 43,8–13.

Faller, K. C. (1998). The Parental Alienation Syndrome: What is it and what data support it? Child Maltreatment, 3, 100-115.

Freeman, R., Abel, D., Cowper-Smith, M., & Stein, L. (2004). Reconnecting children with absent parents—A model for intervention. Family Court Review, 42(3), 439–459.

Garber, B. D. (2004). Parental alienation in light of attachment theory: Consideration of the broader implications for child development, clinical practice, and forensic process. Journal of Child Custody, 1(4), 49–76.

Garber, B. D. (2007). From theory to therapy to courtroom: Attachment security, co-parental conflict and the best interests of the child. Paper presented to the Wisconsin Interprofessional Conference on Divorce, Wisconsin Dells, WI.

Gardner, R. A. (1985). Recent trends in divorce and custody litigation. Academy Forum (A Publication of the American Academy of Psychoanalysis), 29, 3–7.

Gardner, R.A. (1986). Child Custody Litigation: A Guide for Parents and Mental Health Professionals . Cresskill, NJ: Creative Therapeutics,

Gardner, R. A. (1991). Sex Abuse Hysteria: Salem Witch Trials Revisited . Cresskill, NJ: Creative Therapeutics.

Gardner, R.A. (1992). True and False Accusations of Child Sex Abuse . Cresskill, NJ: Creative Therapeutics.

Gardner R. A. (1996). A theory about the variety of human sexual behavior. Issues in Child Abuse Accusations, 5, 295-306.

Gardner, R. A. (1997). Differentiating between Parental Alienation Syndrome and bona-fide abuse-neglect. The American Journal of Family Therapy, 27, 97-107.

Gardner, R. A. (2001α). Basic facts about the parental alienation syndrome.

//web.archive.org/web/20051215163021///rgardner.com/refs/pas_intro.html

Gardner, R. A. (2001β). Parental Alienation Syndrome (PAS): Sixteen years later. Academy Forum, 45, 10-12.

Gardner, R. A. (2001γ).  Commentary on Kelly and Johnston’s The Alienated Child: A Reformulation of Parental Alienation Syndrome. Family Court Review, 42, 611–621.

Gardner, R. A. (2002α). Misinformation versus facts about the contributions of Richard A. Gardner, M.D. The American Journal of Family Therapy, 30,  395-416.

Gardner, R. A. (2002β). PAS And The DSM-V: A Call For Action.

//web.archive.org/web/20031220023819///mensnewsdaily.com/archive/g/gardner/gardner100602.htm

Gardner, R. A. (2003). Does DSM-IV have equivalents for the Parental Alienation Syndrome (PAS) diagnosis? The American Journal of Family Therapy, 31, 1-21.

Houchin, T. M., Ranseen, J., Hash, P. A. K. & Bartnicki, D. J. (2012). The Parental Alienation Debate Belongs in the Courtroom, Not in DSM-5. Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law, 40, 127–31.

Hoult, J. (2006). The evidentiary admissibility of Parental Alienation Syndrome: Science, law, and policy. Children’s Legal Rights Journal, 26, No. 1.

Johnston, J. R., Walters, M. G., & Friedlander, S. (2001). Therapeutic work with alienated children and their families. Family Court Review39, 316–332.

Johnston, J. R. (2003). Parental Alignments and Rejection: An Empirical Study of Alienation in Children of Divorce. Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law, 31, 158–70.

Johnston, J. R. & Kelly, J. B. (2004). Rejoinder to Gardner’s “Commentary on Kelly and Johnston’s ‘The alienated child: A reformulation of Parental Alienation Symdrome’”. Family Court Review, 42, 622-628.

Katz, A. (2003). Junk Science v. Novel Scientific Evidence: Parental Alienation Syndrome, setting it wrong in custody cases, Pace Law Review, 24, 239-243.

Lavadera, A. L., Ferracuti, S. & Togliatti, M. M. (2012). Parental Alienation Syndrome in Italian legal judgments: An exploratory study. International Journal of Law and Psychiatry, 35, 334–342.

Lowenstein, L. F. (1998). Parent Alienation Syndrome: A two-step approach toward a solution. Contemporary Family Therapy, 20, 505-520.

Lowenstein, L. F. (2007). Parental alienation: How to understand and address parental alienation resulting from acrimonious divorce or separation. Dorset, UK: Russell House.

Lowenstein, L. F. (2010). Attachment Theory and Parental Alienation. Journal of Divorce & Remarriage51, 157–168.

Markan, L. K., & Weinstock, D. K. (2005). Expanding forensically informed evaluations and therapeutic interventions in family court. Family Court Review43, 466–480.

Martindale, D. & Gould, J. W. (2007). The Art and Science of Child Custody Evaluations. New York: The Guilford Press.

Meier, J. S. (2009). A historical perspective on Parental Alienation Syndrome and Parental Alienation. Journal of Child Custody, 6, 232 — 257.

Pignotti, M. S. (2014). Parental alienation diagnosis. A modern and effective subtype of domestic violence, endemic in Italian courts. Από το 70ό Συνέδριο του Ιταλικού Συνδέσμου Παιδιάτρων, Κοινή Εθνική Συνάντηση SIP, SICuPP, SITIP, Παλέρμο, Ιταλία. 11-14 Ιουνίου 2014.

Polak, S. & Saini, M. (2015). Children resisting contact with a parent postseparation: Assessing this phenomenon using an ecological systems framework. Journal of Divorce & Remarriage, 56, 220–247.

Reich, W. (1949). Character analysis. New York: Farrar, Straus and Giroux.

Siegel, J. C. & Langford, J. S. (1998). MMPI-2 Validity scales and suspected Parental Alienation Syndrome. American Journal of Forensic Psychology, 16(4), 5 – 14.

Sher, L. (2015α). Parental alienation: the impact on men’s mental health. International Journal of Adolescent Medicine and Health, ISSN (Online) 2191-0278.

Sher, L. (2015β). Parental alienation and suicide in men. Psychiatria Danubina, 27, 288-289.

Smith, H. (2016). Parental Alienation Syndrome: Fact or fiction? The problem with its use in child custody cases. University of Massachusetts Law Review, 11, 64 – 99.

Vestal, A. (1998). Mediation and Parental Alienation Syndrome. Family and Conciliation Courts Review, 37, 487-503.

Wallerstein, J. S., & Kelly, J. B. (1976). The effects of parental divorce: Experiences of the child in later latency. American Journal of Orthopsychiatry, 46, 256–269.

Wallerstein, J. S., & Kelly, J. B. (1980). Surviving the breakup: How children and parents cope with divorce. New York: Basic Books.

Warshak, R. A. (2001). Current controversies regarding Parental Alienation Syndrome. American Journal of Forensic Psychology, 19, 29-59

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *