63/2021 ΜΠΡ ΖΑΚΥΝΘ (ΑΣΦ) Η επιμέλεια στη μητέρα

63/2021 ΜΠΡ ΖΑΚΥΝΘ (ΑΣΦ) ( 803893)
  
 

      ΑΠΟΦΑΣΗ   63/2021

 

      Αριθμός κατάθεσης αίτησης …/15-6-2020

 

      ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

 

      ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

      ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Κωνσταντίνο Χαρίση, Πρόεδρο Πρωτοδικών, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

 

      ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 29-9-2021 για να δικάσει την με αριθμό κατάθεσης …/15-6-2020 αίτηση, μεταξύ:

 

      ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ : …………..του …….., κατοίκου Ζακύνθου, που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιάς της δικηγόρου Αγγελίνης Παπαδάτου.

 

      ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ : ………. του ……., κατοίκου Ζακύνθου, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου Λευτέρη Γιαννάτου.

 

       ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της αιτήσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

                        ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                           ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

      Κατά τη διάταξη του άρθρου 1510 παρ. 1 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος από 16-9-2021 του ν. 4800/2021, κατά το άρθρο 18 του οποίου εφαρμόζεται και επί εκκρεμών υποθέσεων για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων, την ασκούν από κοινού και εξίσου και περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση, δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το πρόσωπο ή τη περιουσία του. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1513 ΑΚ, εάν υπάρχει διακοπή της συμβίωσης των συζύγων ή διαζύγιο, εξακολουθούν οι γονείς να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα, εκτός απ’ τις συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του ή πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα (άρθ. 1516 ΑΚ), τις οποίες ασκεί ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο κατόπιν άτυπης ενημέρωσης του άλλου γονέα. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μετά το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, προβλέπει το άρθρο 1514 παρ. 2 ΑΚ ότι αν αυτή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου υπάρχει δυνατότητα διαφορετικής ρύθμισης εκ μέρους του δικαστηρίου. Τέτοιες περιπτώσεις ενδεικτικά αναφέρει ο νόμος τις περιπτώσεις που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα, ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησής της, ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Στις περιπτώσεις αυτές καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, πλην των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, και εν τέλει και επί αποτυχίας αυτής αποφασίζει το δικαστήριο. Κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 1514 το Δικαστήριο μπορεί να υιοθετήσει διάφορες λύσεις : α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ` ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, και γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Επίσης, ορίζεται ότι για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας. Προφανώς κάθε απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου κατά τους τιθέμενους όρους του άρθρου 1511 ΑΚ. Τέλος, σύμφωνα με  το άρθρο 1518 παρ. 1 ΑΚ η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, την μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και το προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει πως η άσκηση της γονικής μέριμνας, μέρος της οποίας είναι η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, έχει ανατεθεί και στους δύο γονείς του από κοινού και εξίσου, πρόκειται δε για δικαιώματα προσωποπαγή (αναπαλλοτρίωτα), που, όμως, την άσκησή τους, είναι δυνατόν να τη στερηθεί (ολικά ή μερικά) ο γονέας με δικαστική απόφαση (Γαζής, Προβλήματα από το νέο Οικογενειακό δίκαιο, ΝοΒ 31.1460). Έτσι σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή διαζυγίου (άρθρο 1513 ΑΚ) το Δικαστήριο, εφόσον η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας δεν είναι δυνατή ή προς το συμφέρον του τέκνου, μπορεί να την αναθέσει σε ένα γονέα, ή να την αναθέσει σε τρίτο ή τέλος να την κατανείμει μεταξύ των γονέων, πάντοτε, όμως, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου και χωρίς να δεσμεύεται από συμφωνίες των γονέων που δε βρίσκονται σε αρμονία με το συμφέρον του, ακόμα και όταν γίνονται στα πλαίσια της συμβιβαστικής επίλυσης κατά το άρθρο 611 ΚΠολΔ, τις οποίες όμως πρέπει να λάβει υπόψη του  (βλ. υπό το προισχύσαν δίκαιο Βαθρακοκοίλης, Οικογενειακό Δίκαιο, άρθρο 1520 σελ. 612, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, Ερμηνεία ΑΚ – τομ. VIII, άρθρο 1511 αριθμός 23, άρθρα 1513-14 αριθμός 30, Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο – τομ. ΙΙβ, σελ. 40, ΑΠ 1286/2018, δημ. Νόμος, ΑΠ 121/2011, δημ. Νόμος, ΑΠ 1736/2007, δημ. Νόμος, ΕφΑθ 218/2018, δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1151/2008, ΕλΔ 2008.825). Ένας τρόπος (λειτουργικής) κατανομής συνιστά η ανάθεση ορισμένων λειτουργιών της (π.χ. επιμέλεια) στον ένα γονέα και των υπολοίπων (διοίκηση, περιουσία, εκπροσώπηση) στην από κοινού άσκηση. Αν η άσκηση της γονικής μέριμνας μοιραστεί ανάμεσα στους γονείς, λόγω διάστασής τους, ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια  αποφασίζει μόνος του για τα καθημερινά θέματα του τέκνου  (Χ. Κούσουλας, Η γονική μέριμνα μετά από την ανώμαλη εξέλιξη της έγγαμης σχέσης των γονέων, 1987, σελ. 162), δεν μπορεί, όμως, κατ’ άρθρον 1519 ΑΚ να αποφασίζει μόνος του για θέματα που επηρεάζουν καίρια τη ζωή του τέκνου, ήτοι για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για σημαντικά ζητήματα της υγείας του, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση των γονέων, διότι η κρίση για σημαντικά ζητήματα παραμένει στο πυρήνα της γονικής μέριμνας, που εν προκειμένω ανήκει και στους δύο (πρβλ. υπό το προισχύσαν δίκαιο ΑΠ 1321/1992, Αρμ.48.340, ΕφΘεσ 564/2008, Αρμ 2008.1836). Ωστόσο, ως προς τα τελευταία αυτά ζητήματα, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση, αν ο γονέας που δεν ασκεί την επιμέλεια αδυνατεί για νομικούς ή πραγματικούς λόγους να συμπράξει ακόμα και ως προς το καίρια αυτά ζητήματα, τότε και αυτά ανατίθενται αποκλειστικά στον έτερο γονέα (άρθ. 1519 εδ. β σε συνδυασμό με άρθρο 1510 τελ. εδάφιο). Και με τις ανωτέρω ρυθμίσεις του νόμου 4800/2021 παραμένει η δυνατότητα ρύθμισης των ζητημάτων γονικής μέριμνας και επιμέλειας σε περίπτωση κατεπείγοντος με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 731 ΚΠολΔ περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης), χωρίς στην περίπτωση αυτή να απαιτείται να προηγηθεί διαμεσολάβηση κατά το άρθρο 1514 παρ. 2 ΑΚ, σύμφωνα με την ειδικότερη διάταξη της παρ. 4 του ν. 4640/2019, ρύθμιση που συνάδει με τον επείγοντα χαρακτήρα της ανάγκης λήψης των ασφαλιστικών μέτρων που δεν μπορεί να εναρμονιστεί με υποχρεωτικό προηγηθέν στάδιο διαμεσολάβησης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του ΑΚ, όπως αυτές ισχύουν, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτήρησης και εκπαίδευσης και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου (ΑΠ 402/2020, δημ. Νόμος, ΑΠ 823/2000, ΕλΔ 41.1597, ΕφΠειρ 267/2020, δημ. Νόμος). Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβίωσής του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (Παπαδόπουλος, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, ΙΙ, σελ. 69, ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 995/2019, ΑΠ 1156/2017, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 1402/2005, ΕφΠατρ 155/2021, ΕφΔωδ 112/2017, δημ. όλες στη Νόμος). Εκείνος από τους γονείς που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου μπορεί να συνυπολογίσει οτιδήποτε συνδέεται με την πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, καθώς και την προσφορά προσωπικών υπηρεσιών για την περιποίηση και φροντίδα του, που είναι αποτιμητές σε χρήμα και άλλες παροχές σε είδος, που συνδέονται με τη συνοίκηση, η αποτίμηση των οποίων μπορεί να συνυπολογισθεί στην υποχρέωσή του για τη διατροφή του τέκνου (ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 1048/2015, ΑΠ 120/2013, δημ. Νόμος). Εξάλλου, επί αγωγής διατροφής ανηλίκου, στρεφομένης κατά του γονέα του, αρκεί, για τη νομική θεμελίωσή της, να διαλαμβάνει τη συγγένεια του ενάγοντος ανηλίκου προς τον εναγόμενο, την αδυναμία του να αυτοδιατραφεί και το απαιτούμενο για την κάλυψη των εν γένει βιοτικών αναγκών του συνολικό χρηματικό ποσό, χωρίς ν’ απαιτείται να προσδιορίζεται στο αγωγικό δικόγραφο με ακρίβεια και το απαραίτητο για την κάλυψη κάθε επί μέρους ανάγκης του ενάγοντος ανηλίκου δικαιούχου κονδύλιο (ΑΠ 67/1999, ΕλΔ 40.592, ΕφΑθ 5066/2006, ΕλΔ 2007.250). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1391 του ΑΚ προκύπτει ότι μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή τους, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ανεξάρτητα του αν ο ένας από αυτούς είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, το μέτρο δε της διατροφής καθενός από αυτούς προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και, εφόσον κάποιος από αυτούς διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή που οφείλεται από τον άλλον πληρώνεται σε χρήμα κάθε μήνα προκαταβολικώς και προσδιορίζεται αφού ληφθούν υπόψη και οι συνθήκες της χωριστής διαβίωσης (ΑΠ 616/2020, δημ. Νόμος, ΑΠ 1210/2018, δημ. Νόμος, ΑΠ 1134/2008, δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2003, ΕλΔ 44.1299, ΑΠ 1307/1999, ΕλΔ 44.728, ΕφΑιγ 69/2020, δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 256/2019, ΕφΘεσ 791/2005, δημ. Νόμος). Το εύλογο ή μη της αιτίας διακοπής της έγγαμης συμβίωσης κρίνεται κυρίως ενόψει: α) του περιεχομένου της κατά το άρθρο 1386 του ΑΚ αμοιβαίας υποχρέωσης των συζύγων για συμβίωση «εφόσον η σχετική αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος» και β) των εισαγομένων με το άρθρο 1387 του ίδιου κώδικα αρχών ρυθμίσεως του συζυγικού βίου, ότι «οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου και η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού τους βίου πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει τη σφαίρα της προσωπικότητάς του» (ΑΠ 691/2020, δημ. Νόμος, ΑΠ 565/2002, ΕλΔ 44.438, ΕφΑθ 389/2019, ΕφΠειρ 61/2017, δημ. Νόμος). Μπορεί, δηλαδή, ο νόμος να μην ορίζει, ρητά, κριτήρια προσδιορισμού της, αλλά εύλογη αιτία συνιστά οποιοδήποτε γεγονός που συνδέεται με το πρόσωπο του άλλου συζύγου υπαίτιο ή ανυπαίτιο, εφόσον αντικειμενικά στοιχειοθετεί παράβαση των εκ του γάμου υποχρεώσεων και δικαιολογεί τη διακοπή της συμβίωσης, ενώ συγχρόνως θεμελιώνει λόγω κλονισμού του γάμου, κατ’ άρθρο 1439 ΑΚ (ΕφΑθ 1458/2004, ΕλΔ 46.524). Θεμελιώνεται, έτσι, η παραπάνω αξίωση διατροφής όταν είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, όπως ρητά προβλέπεται στην ανωτέρω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1391 ΑΚ, είτε, κατ’ επέκταση, όταν η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης προήλθε από την πλευρά του υποχρέου για διατροφή συζύγου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία ο σύζυγος που αξιώνει την καταβολή διατροφής, είναι εκείνος που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση χωρίς εύλογη αιτία, αυτός δεν δικαιούται διατροφής, ούτε καν ελαττωμένης κατά τα άρθρα 1392 εδ. β΄ και 1495 ΑΚ (ΑΠ 1967/2014, 1028/2013, ΑΠ 551/2011, δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2003, ΕλΔ 44.1300, ΕφΠειρ 951/2004, ΕλΔ 46.200). Εξάλλου, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του ΑΚ με αυτές των άρθρων 1392 εδ. β΄ και 1495 του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι ο σύζυγος, που είναι υπόχρεος σε διατροφή του συζύγου του, χρεωστεί, αν διακόψει την έγγαμη συμβίωση, να καταβάλει την οφειλομένη σ’ αυτόν διατροφή, ακόμη και αν συντρέχει, παραλλήλως, και παράπτωμα του δικαιούχου, διαλυτικό της συμβίωσής τους (ΑΠ 161/2002, ΕλΔ 2002.1377, ΕφΠατρ 67/2018, δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1140/2002, ΕλΔ 2002.1450), δεδομένου ότι περίπτωση απαλλαγής του υποχρέου συζύγου από αυτήν την υποχρέωσή του συντρέχει μόνο όταν η διάσταση έχει επέλθει από λόγους που ανάγονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του δικαιούχου, ο οποίος διακόπτει τη συμβίωση από ιδία πρωτοβουλία και υπαιτιότητα και παρά την αντίθετη θέληση του επιθυμούντος τη συνέχισή της υποχρέου (ΕφΑθ 7529/2000, ΕλΔ 2001.1367, ΕφΠειρ 325/2001, ΠειρΝ 2001.304). Απ’ την άλλη μεριά, το παραπάνω δικαίωμα διατροφής υφίσταται όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο τελευταίος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου (Εφ475/2016, ΕφΔωδ 382/2009, δημ. Νόμος). Στην περίπτωση όμως, αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητά του, μπορεί αυτός να περιορισθεί, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1392, 1495 και 1439 παρ. 1 του ΑΚ, στη στοιχειώδη μόνο διατροφή του, περιλαμβάνουσα τ’ απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του, μετά από ένσταση του υποχρέου, η οποία πρέπει να προβάλλεται με σαφήνεια και πληρότητα, με δήλωση που να καταχωρείται στα πρακτικά συνεδρίασης (ΟλΑΠ 2/2005, ΕλΔ 2005.689, ΑΠ 616/2020, ΑΠ 528/2018, ΑΠ 551/2011, ΑΠ 128/2008, ΕφΔωδ 42/2020, δημ. όλες στη Νόμος), και να περιέχει απαραιτήτως και προσδιορισμό του ποσού, στο οποίο, κατά τον ενιστάμενο, πρέπει να προσδιορισθεί η διατροφή του ενάγοντος συζύγου (ΑΠ 248/1999, ΝοΒ 2000.783, ΕφΛαμ 98/2009, δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2111/2000, Αρμ ΝΣΤ΄ 1322). Ενόψει δε του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1389 ΑΚ, η συνεισφορά στην κάλυψη των αναγκών γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία των συζύγων χωρίς καμία διάκριση, ως στοιχεία για τον υπολογισμό της συνεισφοράς κάθε συζύγου για τη διατροφή του άλλου λαμβάνονται υπόψη όλα τα ανωτέρω. Επομένως, ο δικαιούχος κατά τα ανωτέρω σύζυγος δικαιούται να απαιτήσει από τον άλλο σύζυγο διατροφή σε χρήμα, υπό τις προϋποθέσεις που θα δικαιούνταν τέτοια διατροφή κατά τη διάρκεια της συμβίωσης από τα εισοδήματα του άλλου συζύγου, ανεξάρτητα αν βρίσκεται σε αδυναμία να αντιμετωπίσει τη διατροφή του (ΑΠ 1765/2007, δημ. Νόμος, ΑΠ 88/2006, ΕλΔ 2007.446, ΕφΠειρ 127/2014, δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1151/2008, ΕλΔ 2008.843). Η αδυναμία αυτή δεν αποτελεί, όπως επί διατροφής ανιόντων ή κατιόντων, νόμιμη προϋπόθεση για παροχή διατροφής μεταξύ συζύγων (ΕφΑθ 4452/2008, ΕλΔ 2009.558).

      Εν προκειμένω, η αιτούσα, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, ζητεί: α) να ανατεθεί προσωρινά αποκλειστικά σε αυτήν η άσκηση της επιμέλειας των προσώπων των ανηλίκων τέκνων της ……, …… και ……., διότι αυτό επιβάλλεται για τους αναλυτικά εκτιθέμενους λόγους, β) να υποχρεωθεί ο καθ’ ου η αίτηση να της προκαταβάλλει προσωρινά ως ατομική της διατροφή το ποσό των 230 ευρώ μηνιαία, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής της κάθε δόσης, από την επίδοση της αίτησης, διότι η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε από υπαιτιότητα του τελευταίου, γ) να υποχρεωθεί ο καθ’ ου η αίτηση να της προκαταβάλλει απ’ την επίδοση της αίτησης, προσωρινά ως διατροφή των παραπάνω ανηλίκων τέκνων τους το ποσό των 400,50 ευρώ, 390,50 ευρώ και 450,40 αντίστοιχα μηνιαία, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής της κάθε δόσης, διότι αυτά, λόγω της απορίας τους και της ανικανότητάς τους για εργασία, δεν μπορούν να αυτοδιατραφούν, ενώ ο καθ’ ου η αίτηση δύναται, κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση, να καλύψει το αιτούμενο ποσό διατροφής και δ) να απαγορευτεί στον καθ’ ου να προσεγγίζει την κατοικία της αιτούσας, των γονέων της και των ανηλίκων τέκνων τους, όπως και το σχολείο και τους χώρους των αθλητικών δραστηριοτήτων των τελευταίων, διότι από τον Απρίλιο του 2020 και μέχρι τη σύνταξη της ένδικης αίτησης αυτός επανειλημμένα προσέβαλε την προσωπικότητά της, αλλά και των γονέων και των ανηλίκων τέκνων τους που διαμένουν μαζί της, κατά τους αναφερόμενους στην αίτηση τρόπους. Τέλος, ζητά και να καταδικασθεί ο τελευταίος στα δικαστικά της έξοδα.

 

     Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αίτηση αυτή αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 22, 39, 39Α και 683 επ. ΚΠολΔ). Επομένως, είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 57, 1391, 1392, 1485, 1486, 1489, 1492, 1493, 1496 εδ. α΄, 1498, 1510, 1511, 1513, 1514, 1516 παρ. 2, 1518, 340, 345 ΑΚ, 176, 728, 729, 731, 732 και 735 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί απαγόρευσης προσέγγισης της οικίας και των γονέων της αιτούσας ……. και ………….ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας να υποβάλλει σχετικό αίτημα, το οποίο μπορούν να υποβάλουν μόνο οι τελευταίοι με αυτοτελή δική τους αίτηση, αφού προφανώς δεν συντρέχει περίπτωση νόμιμης εκπροσώπησής τους απ’ την αιτούσα κόρη τους στην παρούσα δίκη. Συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί αυτή περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

 

      Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1489 παρ. 2 ΑΚ, με τα οποία ρυθμίζεται η συνεισφορά των συζύγων για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ανάγκη διατροφής των κοινών τέκνων, προκύπτει ότι η συνεισφορά αυτή γίνεται από κοινού και ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός και ιδιαίτερα ανάλογα με τις δυνατότητες του για προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία του (Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 69, ΑΠ 175/2020, ΑΠ 1156/2017, ΑΠ 1402/2005, ΕΕφΠειρ 610/2020, ΕφΘεσ 1303/2019, ΕφΠειρ 407/2016, δημ. όλες στη Νόμος). Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, έπεται ότι ο γονέας, που ενάγεται ως υπόχρεος καταβολής χρηματικής διατροφής τέκνου, έχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να προβάλει αμυνόμενος, για τη μερική κατάλυση της αγωγής, τον ισχυρισμό ότι υπάρχει και ο άλλος γονέας, που έχει τις οικονομικές δυνάμεις για διατροφή του τέκνου, με τις οποίες, σε αναλογία προς τις δυνάμεις του εναγομένου, εάν η έγγαμη συμβίωση εξακολουθούσε, θα υπείχε και αυτός υποχρέωση διατροφής του κοινού τέκνου, με συνέπεια τον περιορισμό της υποχρέωσης του εναγομένου κατά το ποσό, που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάσει αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα. Η συνεισφορά της μητέρας, που είναι επιφορτισμένη με την ανατροφή και επίβλεψη του τέκνου, συνυπολογίζεται στην υποχρέωσή της προς διατροφή του ανηλίκου (ΑΠ 953/2015, δημ. Νόμος, ΑΠ 782/2003, δημ. Νόμος, ΑΠ 344/2001, ΕλΔ 2002.113, ΕφΑιγ 92/2019, δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2725/2018, δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2241/2000, Αρμ 201.330, ΕφΑθ 5017/1999, ΕλΔ 2001.461). Στην περίπτωση που γίνει δεκτός ο εν λόγω ισχυρισμός ότι το ποσό της διατροφής, που δικαιούται το ανήλικο τέκνο του, πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό της συνεισφοράς, που οφείλει να καταβάλει ο έτερος γονέας του ανάλογα με τις δυνάμεις του, η αγωγή γίνεται δεκτή κατά το μέτρο που ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει στη διατροφή του τέκνου (ΑΠ 1239/1988, ΕΕΝ 1989.595, ΕφΠατρ 774/2002, δημ. Νόμος). Ο ισχυρισμός αυτός περί συμμετοχής και του άλλου γονέα αποτελεί ένσταση, που προτείνεται παραδεκτώς σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 262 ΚΠολΔ, και συνεπώς, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής (ΑΠ 416/2007, δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 42/2020, δημ. Νόμος).

      Στην προκειμένη περίπτωση ο καθ’ ου αρνείται τους ισχυρισμούς της αιτούσας σχετικά με το ύψος των εισοδημάτων του, το ύψος των δικών της εισοδημάτων και τις ανάγκες διατροφής των ανηλίκων. Περαιτέρω, αυτός, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιού του δικηγόρου, που αναλύεται και στο κατατεθέν σημείωμά του, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η αιτούσα διαθέτει ίδιους πόρους, όπως αυτοί εξειδικεύονται απ’ αυτόν, ώστε να έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τις δικές του οικονομικές δυνάμεις, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής των ανήλικων τέκνων τους. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση συνεισφοράς, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζομένη στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επιπλέον, αυτός, και όσο αφορά την αιτούμενη διατροφή της αιτούσας για τον εαυτό της, αρνείται ότι αυτός είναι υπαίτιος της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης με την αποχώρησή του απ’ τη συζυγική οικία, αλλά ισχυρίζεται ότι αποκλειστικά υπαίτια είναι η αιτούσα που συνήψε εξωσυζυγική σχέση. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ωστόσο, είναι νομικά αδιάφορος ως προς τη γέννηση του δικαιώματος της διατροφής της αιτούσας, αφού, κατά τα στη μείζονα σκέψη λεχθέντα, ακόμα και αν η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης οφείλεται σε υπαιτιότητα της αιτούσας, απ’ τη στιγμή που ο καθ’ ου ήταν αυτός που εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη, αυτός εξακολουθεί να οφείλει διατροφή στη σύζυγό του. Επίσης, αν μ’ αυτόν τον ισχυρισμό επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση στοιχειώδους διατροφής της αιτούσας κατά τα άρθρα 1392, 1495 και 1439 παρ. 1 του ΑΚ, αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, αυτός δεν επικαλείται το ποσό, στο οποίο θα έπρεπε να περιορισθεί η διατροφή της δικαιούχου συζύγου. Τέλος, αυτός παραδεκτά πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι για τον υπολογισμό της αξίωσης διατροφής της τελευταίας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι συνεισφέρει σε αυτήν, καθώς η αξίωση αυτή δεν πρέπει να βαρύνει μόνο τον ίδιο, αφού η τελευταία διαθέτει ίδια εισοδήματα, όπως αυτά εξειδικεύονται απ’ αυτόν. Η προβαλλόμενη αυτή ένσταση αποτελεί εν μέρει καταλυτική της αξίωσης διατροφής ένσταση, η οποία είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

      Κατά το άρθρο 444 παρ. 1 αριθ. 3 ΚΠολΔ ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου μηχανική απεικόνιση, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Κατά τη θεμελιώδη, όμως, διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα και μάλιστα «πρωταρχικά», αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου. Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος,  εφόσον  αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει – υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα – στη γενίκευση της χρήσης π.χ. μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεση τους. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφραση του, στα πλαίσια μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Εξάλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου) η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001. 374, ΑΠ 981/2009, ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007, ΝοΒ 2007. 2390). Κατά δε το άρθρο 3 «Είδη επικοινωνίας» του ΠΔ 47/2005 «Διαδικασίες – εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλισή του», το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3115/2003, και δη την παρ. 1 αυτού «Η άρση του απορρήτου δεν αφορά την δια ζώσης επικοινωνία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών και την οποία χρησιμοποιεί ο συνδρομητής ή χρήστης κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης». Σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Τα είδη και οι μορφές επικοινωνίας, που υπόκεινται στην άρση του απορρήτου, είναι ιδίως τα ακόλουθα: … γ. Τηλεφωνική επικοινωνία, ήτοι σταθερή και κινητή τηλεφωνία. … ε. Επικοινωνίες μέσω διαδικτύου (Internet) … θ. Υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας, που υπερτίθενται επί των προηγούμενων μορφών επικοινωνίας, αποτελούν ιδίως: …  ΙΙΙ. Τα Γραπτά μηνύματα (SMS / MMS) ….». Επίσης, το άρθρο 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του ΠΔ 47/2005 «Διαδικασίες – εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλισή του» ορίζει ότι: «1. Τα συγκεκριμένα στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση ως εξής: … γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και απερχόμενων κλήσεων. …. εε. Περιεχόμενο επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.). … 3. Η παράθεση των στοιχείων επικοινωνίας της παραγράφου 1 είναι ενδεικτική. Η διάταξη άρσης απορρήτου δεν αποκλείεται να αναφέρεται και σε άλλα στοιχεία κατά είδος επικοινωνίας, κάθε φορά που η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας επιφέρει διεύρυνση του καταλόγου των στοιχείων αυτών». Περαιτέρω, κατά το ν. 3471/2006 «Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τροποποίηση του ν. 2472/1997» και δη το άρθρο 1 αυτού «Σκοπός των διατάξεων των άρθρων 1 έως 17 του παρόντος νόμου είναι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής και η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών», ενώ κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου «Οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών επικοινωνιών που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, όπως ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, προστατεύεται από το απόρρητο των επικοινωνιών. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι γενικότερα τα στοιχεία τα οποία βρίσκονται αποθηκευμένα σε κάποιον υλικό φορέα και αναφέρονται σε κάποιας μορφής ανταπόκριση ή επικοινωνία καταλαμβάνονται από το απόρρητο των επικοινωνιών και έτσι για την επεξεργασία και χρήση των στοιχείων αυτών απαιτείται η τήρηση των όρων και της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως προβλέπονται στο άρθρο 19 του Συντάγματος, στους ν. 2225/1994, 3115/2003, 3471/2006 και στο ΠΔ 47/2005 (ΓνωμΕισΑΠ 6/2008 [Καρούτσος], ΠοινΔικ 2009. 185). Στην ένδικη περίπτωση η αιτούσα προσκομίζει αποτυπώσεις κειμένων sms που έχουν ανταλλαγεί μέσω των κινητών τηλεφώνων των διαδίκων, χωρίς να επικαλείται και να προσκομίζει συγκεκριμένη εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου επιτρεπτικό μιας τέτοιας αποτύπωσης, δεδομένου ότι κατά το παραπάνω άρθρο του 4 του ΠΔ 47/2005, το κείμενο των μηνυμάτων sms, ως περιεχόμενο της εν λόγω μορφής τηλεφωνικής επικοινωνίας, ρητά και ειδικά εμπίπτει στα προστατευόμενα από το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας στοιχεία. Η κατά τα ανωτέρω χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις αποτύπωση (εξωτερίκευση) των κειμένων αυτών και αποδεικτική χρήση τους σε υπόθεση που δεν αφορά απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, όχι μόνο κατά το γράμμα των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την προαναφερόμενη ratio απαγόρευσης της αποδεικτικής αξιοποίησής τους, και ως εκ τούτου, όπως επιτάσσεται και από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος, καμία από τις προσκομιζόμενες αποτυπώσεις κειμένων sms δεν μπορεί να εκτιμηθεί αποδεικτικά, καθώς συνιστούν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα (βλ. σχ. ΠολΠρΘεσ 3256/2015, ΕλΔ 2015.1086).

      Από την ένορκη εξέταση του μάρτυρα της αιτούσας  ……. και του μάρτυρα του καθ’ ου ……………, που εξετάστηκαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλην της από 13-6-2020 υπεύθυνης δήλωσης, που προσκομίζει η αιτούσα, δεδομένου ότι αυτή λήφθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη δίκη κατά παράβαση των διατάξεων περί εμμάρτυρης απόδειξης (ΟλΑΠ 8/1987, ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 1196/1995, ΕλΔ 1997.797, ΑΠ 611/1999, ΕλΔ 41.67), ενώ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη που προηγήθηκε, δεν λαμβάνονται υπόψη ως απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και οι προσκομιζόμενες αποτυπώσεις sms που προσκομίζει η αιτούσα, καθώς και  από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πιθανολογήθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Ζακύνθου στις 22-5-2009. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν τρία τέκνα, τη …., τη …… και τη ……., ηλικίας 12 ετών η πρώτη και 8 ετών τα άλλα δύο. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε οριστικά στις 4-5-2020, οπότε και ο καθ’ ου εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη και από τότε ζουν χωριστά. Οι διάδικοι οδηγήθηκαν, προ της ενάρξεως της συζητήσεως επί της ενδίκου αιτήσεως, σε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους, σχετικά με τη ρύθμιση της επιμελείας του προσώπου των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους και συναποδέχθηκαν όπως ανατεθεί στην αιτούσα μητέρα τους. Η λύση αυτή, στην οποία συγκλίνουν οι διάδικοι σύζυγοι, παρίσταται προφανώς επωφελής για τα ανήλικα, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι με το τρόπο αυτό καλύπτεται η ανάγκη τους για τη μητρική στοργή και φροντίδα στην ευαίσθητη ηλικία στην οποία βρίσκονται, αφετέρου δε παρίσταται εν προκειμένω και η μόνη εκ των πραγμάτων δυνατή λύση, αφού ο καθ’ ου είναι κρατούμενος στη φυλακή εκτίοντας συνολική ποινή φυλάκισης 6 ετών και 9 μηνών δυνάμει της υπ’ αριθμ. 66/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου. Λόγω δε αυτού  και της συνακόλουθης πραγματικής αδυναμίας του καθ’ ου να συμπράξει στην άσκηση της επιμέλειας ακόμα και για σοβαρά ζητήματα του άρθρου 1519 εδ α ΑΚ, για τα οποία απαιτείται καταρχήν κοινή συμφωνία των γονέων, κατ’ εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου του παραπάνω άρθρου σε συνδυασμό με το άρθρο 1510 εδ δ ΑΚ πρέπει το σύνολο της επιμέλειας των ανωτέρω ανηλίκων να ανατεθεί αποκλειστικά στην αιτούσα, ήτοι ακόμα και για τα ζητήματα του άρθρου 1519 εδ α ΑΚ. Επομένως, εφόσον έχει διασπαστεί η έγγαμη σχέση των διαδίκων συζύγων, και ενόψει και των μεταξύ τους εντάσεων, ανακύπτει επείγουσα περίπτωση, που συνίσταται στην άμεση και επιτακτική ανάγκη ρύθμισης των βιοτικών σχέσεων των ανηλίκων τέκνων τους και της προσωρινής ρύθμισης της επιμέλειας αυτών. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το καλώς νοούμενο συμφέρον των ανηλίκων, επιβάλλει να ανατεθεί προσωρινώς η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου  τους  αποκλειστικώς  στην αιτούσα  μητέρα  τους, η οποία μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στα καθήκοντα του λειτουργήματός της. Εξάλλου, η ως άνω διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων επήλθε με την αποχώρηση του καθ’ ου απ’ τη συζυγική οικία στις 4-3-2020. Κατόπιν αυτού, κατά τα στη μείζονα σκέψη λεχθέντα, είναι αδιάφορο το αν η διακοπή επήλθε εξ υπαιτιότητας της αιτούσας, ήτοι λόγω εξωσυγικής της σχέσης, όπως ο καθ’ ου ισχυρίζεται, απ’ τη στιγμή που αυτός ο ισχυρισμός δεν συνδυάζεται με την προβολή ορισμένης ένστασης στοιχειώδους διατροφής αυτής κατά τα άρθρα 1392, 1495 και 1439 παρ. 1 του ΑΚ, έτσι ώστε να παρέλκει η εξέταση του ουσιαστικά βάσιμου του ισχυρισμού αυτού περί σύναψης εξωσυζυγικής σχέσεως της αιτούσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου η αίτηση κατά τη διάρκεια του γάμου του εργάζονταν ως αποθηκάριος με μισθό 1000 ευρώ μηνιαίως, ενώ από 29-6-2021 εργάζονταν ως υπάλληλος στην εταιρία «………..» με μηνιαίο μισθό 650 ευρώ, σχέση εργασίας που έληξε λόγω της άνω φυλάκισής του (βλ. το από 23-9-2021 έγγραφο περί της οικειοθελούς αποχώρησής του). Το γεγονός της φυλάκισής του, ναι μεν του στερεί τη δυνατότητα να εργαστεί στην παρούσα φάση, ωστόσο ο καθ’ ου πιθανολογείται ότι έχει αποταμιεύσει χρήματα απ’ την απασχόλησή του όλο το προηγούμενο διάστημα, ενόψει και του ό,τι κανένα ποσό διατροφής δεν κατέβαλε στα ανήλικα τέκνα του, όπως κρίθηκε άλλωστε και με την ως άνω υπ’ αριθμ. 66/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι αυτός δικαιούται και επίδομα ανεργίας μετά την ως άνω λήξη της εργασιακής του σχέσης, ασχέτως της φυλάκισής του. Σε κάθε δε περίπτωση, ενόψει της κατ’ άρθρον 729 παρ. 5 ΚΠολΔ ανάγκης για άσκηση της τακτικής αγωγής εντός 60 ημερών απ’ την επίδοση της παρούσας απόφασης, οποιαδήποτε μεταβολή της οικονομικής κατάστασης αυτού θα επανακριθεί συντόμως στα πλαίσια της τακτικής αγωγής. Επίσης, αυτός έχει στην κυριότητά του ένα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ενώ δεν πιθανολογήθηκε ότι έχει περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Επιπλέον, αυτός μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης και προ της φυλάκισής του διέμενε στην πατρική του οικία, και συνεπώς δεν βαρύνονταν με δαπάνες στέγασης, παρά μόνο με τη συμμετοχή του στα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής. Εξάλλου, ο ίδιος, όταν είχε διασπαστεί η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, είχε παραδώσει στην  αιτούσα το ποσό των 9.000 ευρώ απ’ τις αποταμιεύσεις τους για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών των παιδιών, αλλά  και ως αναγνώριση της συμμετοχής της στη δημιουργία των οικονομιών αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου.Τέλος, αυτός, πέραν των συνήθων δαπανών συντήρησης και διατροφής του, δεν επιβαρύνεται κατά νόμο με την υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων, πλην των αναφερομένων στην παρούσα απόφαση, ενώ είναι υγιής. Η μητέρα των ανηλίκων εργάζεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου ως φύλακας στο Μουσείο Ζακύνθου με μισθό 818,29 ευρώ μηνιαίως. Έχει στην κυριότητά της μία οριζόντια ιδιοκτησία εμβαδού 120,16 τμ επί της οδού ……………. στη Ζάκυνθο, η οποία ήταν η οικογενειακή τους στέγη και διαμένει τώρα με τα ανήλικα τέκνα της, και συνεπώς δεν βαρύνεται με δαπάνες στέγασης, παρά μόνο με τα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής και τη συμμετοχή της στις κοινόχρηστες δαπάνες της όλης οικοδομής. Επί της ίδιας οικοδομής έχει στην κυριότητά της και μια έτερη οριζόντια ιδιοκτησία εμβαδού 52,11 τμ, που την εκμισθώνει με μηνιαίο μίσθωμα 100 ευρώ (βλ. σχετ. προσκομιζόμενο μισθωτήριο συμβόλαιο), καθώς δεν πιθανολογήθηκε ότι εκμισθώνεται αυτή με μεγαλύτερο μίσθωμα απ’ το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο, όπως ισχυρίζεται ο καθ’ ου. Στην ίδια οικοδομή έχει στην κυριότητά της και το 50% εξ αδιαιρέτου του υπογείου, εμβαδού 120,16 τμ, που χρησιμεύει ως αποθήκη της όλης οικοδομής. Επίσης, της ανήκει και το 10% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου εμβαδού 1.416 τμ στο ………….. Ζακύνθου, εντός του οποίου υπάρχει ξενοδοχειακή επιχείρηση που σήμερα λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….ΑΕ», με τη συμμετοχή της αιτούσας να ανέρχεται σε ποσοστό 1,25%. Ωστόσο, η επιχείρηση αυτή τα τελευταία χρόνια είναι ζημιογόνος (βλ. σχετ. τους προσκομιζόμενους ισολογισμούς των ετών 2017 έως και 2019), και συνεπώς δεν αποφέρει κάποιο έσοδο στην αιτούσα. Ακόμα η τελευταία έχει στην κυριότητά της ένα αυτοκίνητο μάρκας …… 1200 κυβικών. Επιπλέον, από διάφορα δάνεια που έχει λάβει ή έχει εγγυηθεί βαρύνεται με συνολικές υποχρεώσεις σε διάφορες τράπεζες ύψους πλέον άνω  του 1.000.000 ευρώ (βλ. σχετ. κατάθεση μάρτυρα αιτούσας και προσκομιζόμενες ενημερώσεις οφειλών και καταγγελίες δανειακών συμβάσεων από τράπεζες), το ποσό όμως αυτό δεν αφαιρείται απ’ το εισόδημά της, αλλά λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής της (βλ. ΑΠ 120/2013 και ΑΠ 471/2005, δημ. Νόμος). Περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν έχει η αιτούσα, η οποία δεν βαρύνεται με την διατροφή άλλων προσώπων, πλην των ανηλίκων, στα οποία παρέχει κάθε φροντίδα για την καθαριότητα της οικίας, την παρασκευή του φαγητού και την ανατροφή τους ως στοργική μητέρα, οι προσωπικές δε αυτές υπηρεσίες αποτιμώνται σε χρήμα. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ….., …..και …., ηλικίας 12 ετών η πρώτη και 8 ετών τα άλλα δύο, παρακολουθούν τα μαθήματα σε δημόσιο δημοτικό σχολείο, ενώ σε ιδιωτικό φροντιστήριο παρακολουθούν μαθήματα Αγγλικών με κόστος 50 ευρώ το μήνα έκαστο (βλ. την από 23-9-2021 απόδειξη πληρωμής του Ζακυνθινού Κέντρου Ξένων Γλωσσών). Επίσης, όπως και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, η …… παρακολουθεί μαθήματα κωπηλασίας για 50 ευρώ μηνιαίως, οι δε ….. και ….. μαθήματα τένις συνολικού ποσού 70 ευρώ μηνιαίως, ενώ όλες οι ανήλικες είναι μέλη του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων έναντι 30 ευρώ ετησίως (βλ. σχετικά προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής). Περαιτέρω, αυτές παρακολουθούνται απ’ τον ορθοδοντικό …….. (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη κάρτα ασθενούς του τελευταίου, απ’ την οποία όμως δεν προκύπτει το κόστος αυτών των επισκέψεων), ωστόσο δεν πιθανολογήθηκε η ανάγκη παρακολούθησης της …… από παιδοενδοκρινολόγο στην Πάτρα και της …… από λογοθεραπευτή, αφού ουδέν ιατρικό πιστοποιητικό περί αυτών προσκομίστηκε. Κατά τα λοιπά, αυτά δεν έχουν άλλες αυξημένες ανάγκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, οι οποίες άλλωστε καλύπτονται απ’ το δημόσιο φορέα, στο οποίο είναι ασφαλισμένα, οι δε λοιπές δαπάνες, που απαιτούνται για τη διατροφή, την ένδυση, την υπόδηση, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία και την εν γένει συντήρηση τους είναι οι συνήθεις ενός παιδιού αντίστοιχης ηλικίας και κοινωνικής θέσης. Τα ανωτέρω ανήλικα τέκνα στερούνται οποιασδήποτε περιουσίας και εισοδήματος από οποιαδήποτε πηγή και λόγω της μικρής ηλικίας τους, δεν μπορούν προφανώς να εργαστούν ή να ασκήσουν οποιοδήποτε βιοποριστικό επάγγελμα. Επομένως, ως στερούμενα προσόδων και ανίκανα για την αυτοσυντήρησή τους, αυτά έχουν δικαίωμα διατροφής σε χρήμα έναντι των γονέων τους, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις και τις λοιπές υποχρεώσεις τους (άρθρο 1489 εδ. β ΑΚ). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, έπεται ότι το μηνιαίο χρηματικό ποσό, που απαιτείται, ενόψει της χωριστής διαβίωσης των γονέων και σύμφωνα με την οικονομική τους κατάσταση, για την ανάλογη καταβλητέα διατροφή των ανωτέρω ανήλικων τέκνων των διαδίκων, είναι 300 ευρώ για κάθε ανήλικο, ώστε να εξασφαλισθεί ένα επίπεδο διαβίωσης, που να ανταποκρίνεται προς εκείνο που αρμόζει στην ηλικία και στις συνθήκες, υπό τις οποίες έζησαν πριν από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων τους, αλλά και προς το επίπεδο ζωής των γονέων τους. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζεται και η επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων της κατοικίας (θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού κλπ.), στην οποία διαμένουν οι ανήλικοι με τη μητέρα τους, συνυπολογίζονται δε και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την επιμέλειά τους, υπηρεσίες της μητέρας τους. Για τον προσδιορισμό της βαρύνουσας τον κάθε διάδικο συνεισφοράς, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας του καθενός από αυτούς στο σύνολο των εισοδημάτων τους. Επομένως, με τα δεδομένα αυτά, ο καθ’ ου η αίτηση-πατέρας, με βάση τις δικές του οικονομικές δυνατότητες και την προσωπική του κατάσταση, πρέπει να συμμετέχει στη διατροφή του κάθε ανηλίκου με το ποσό των 150 ευρώ. Το υπόλοιπο, ήτοι το ποσό των 150 ευρώ για κάθε ανήλικο, βαρύνει τη μητέρα τους, η οποία μπορεί να το καλύψει με ανάλωση κεφαλαίου εκ των εισοδημάτων της, κατά παραδοχή ως εν μέρει ουσία βάσιμης της ενστάσεως του καθ’ ου περί συνεισφοράς αυτής στην ανάλογη διατροφή των ανηλίκων, συνυπολογιζομένης και της αξίας της φροντίδας και των προσωπικών υπηρεσιών, που τους παρέχει στο πλαίσιο της άσκησης της επιμέλειάς τους. Περαιτέρω, ενόψει του ό,τι, όπως προαναφέρθηκε, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε απ’ τον καθ’ ου με την εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης και με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων συζύγων, καθώς και των προαναφερομένων υποχρεώσεών τους, σε συσχετισμό των δυνάμεων του καθενός προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο και με βάση τις διατροφικές ανάγκες της αιτούσας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, συνεκτιμωμένων και των νέων συνθηκών και αναγκών της, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μετά τη διάστασή τους, προκύπτει διαφορά υπέρ αυτής ποσού 50 ευρώ το μήνα, το οποίο δικαιούται να αξιώσει από τον καθ’ ου, ως συνεισφορά του στη διατροφή της. Τα ανωτέρω ποσά ο τελευταίος, ενόψει του εισοδήματος του και των λοιπών υποχρεώσεών του, μπορεί να τα καταβάλει χωρίς να κινδυνεύσει η δικιά του διατροφή, και τα οποία συντρέχει επείγουσα περίπτωση να επιδικαστούν ενόψει της φύσης τους ως αναγκαία διατροφή των ανωτέρω δικαιούχων. Περαιτέρω, ο καθ’ ου μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, οχλούσε κατ’ επανάληψη την αιτούσα, παρακολουθώντας συνεχώς την τέως συζυγική οικία και ενίοτε πετώντας και πέτρες απ’ αυτής ή προκαλούσε φθορές στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα της αιτούσας και των γονέων της, ενώ κάποιες φορές που τη συναντούσε την εξύβριζε και την απειλούσε, συμπεριφορά που δεν έπαυσε ακόμα και μετά την έκδοση της από 17-6-2020 προσωρινής διαταγής Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε στον καθ’ ου η αίτηση μαζί με την ένδικη αίτηση, με την οποία του απαγορεύτηκε να προσεγγίζει την αιτούσα σε απόσταση μικρότερη των 10 μέτρων. Επίσης, συχνά ο καθ’ ου παρακολουθούσε καθημερινά, και εκτός ημερών και ωρών επικοινωνίας των ανήλικων παιδιών, επί ώρες το σχολείο και τους λοιπούς χώρους των εκπαιδευτικών και αθλητικών δραστηριοτήτων αυτών, ακόμα και μετά την έκδοση της από 31-7-2020 προσωρινής διαταγής, με την οποία του είχε επιτραπεί να επικοινωνεί με τα ανήλικα τέκνα του μόνο μία φορά τη βδομάδα στα Γραφεία του «Τμήματος Κοινωνικής Πρόνοιας, Κοινωνικής Πολιτικής και Προστασίας της Δημόσιας Υγείας» του Δήμου …… Τα ανωτέρω πιθανολογούνται από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα (ενδεικτικά προσκομισθέντα αποσπάσματα από το βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων του Α.Τ. …… και η εναντίον του υπ’ αριθμ. ….. ποινική δικογραφία), λεπτομερώς, δε, περιγράφηκαν από τον μάρτυρα της αιτούσας και πατέρα της,  ως αυτόπτη πολλών εξ αυτών, η κατάθεση του οποίου δεν αντικρούστηκε από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως απ’ την κατάθεση του μάρτυρα του καθ’ ου. Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν όταν στις 16-

9-2021 παρακολούθησε την αιτούσα που πήγαινε τα ανήλικα στο σχολείο και πριν εισέλθουν σ’ αυτό την γρονθοκόπησε επανειλημμένα ενώπιον τους, απειλώντας την ταυτόχρονα ότι θα την σκοτώσει, η δε πράξη του αυτή ολοκληρώθηκε μόνο με την δέσμευσή του από περαστικούς, και αφού της είχε προκαλέσει επικίνδυνες σωματικές κακώσεις (εκχύμωση οφθαλμού, κάταγμα δεξιού οφθαλμικού κόγχου και έσω πλαγίου τοιχώματος, και αιμάτωμα ιγμορίου), για τις πράξεις δε αυτές ήδη καταδικάστηκε με την ως άνω υπ’ αριθμ. 66/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου. Επομένως βάσιμα πιθανολογείται ότι, εάν δεν ληφθούν τα δέοντα ασφαλιστικά μέτρα, ο καθ’ ου θα εξακολουθήσει την ίδια συμπεριφορά σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο διακοπή η έκτιση της ως άνω ποινής του (πχ του χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεσή του). Συντρέχει, λοιπόν, επείγουσα περίπτωση, προς αποτροπή κινδύνου για την προσωπικότητα της αιτούσας, αλλά και των προαναφερόμενων ανηλίκων τέκνων της, που εκπροσωπούνται στην παρούσα δίκη από αυτήν, ακριβώς ενόψει του επείγοντος αυτού, που καθιστά απολύτως αναγκαία την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και ως τέτοια αναγκαία και πρόσφορα ασφαλιστικά μέτρα προκρίνονται από το Δικαστήριο η απαγόρευση στον καθ’ ου η αίτηση: α) να προσεγγίζει την κατοικία της αιτούσας και των ανηλίκων τέκνων τους, όπως και τους χώρους εκπαιδευτικών και αθλητικών δραστηριοτήτων αυτών, σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων, και β) να προσεγγίζει την ίδια την αιτούσα σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων, με την απειλή χρηματικής ποινής τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπικής κράτησης είκοσι (20) ημερών για κάθε παράβαση της σχετικής διάταξης

      Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ` ουσίαν, σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιότητάς τους ως συζύγων.

 

                             ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

      ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

      ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

 

      ΑΝΑΘΕΤΕΙ προσωρινά την αποκλειστική επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, …….., ……. και ………. στην αιτούσα μητέρα τους, ……

 

      ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον καθ’ ου η αίτηση, από την επίδοση της αίτησης και μέσα στις πρώτες δέκα ημέρες κάθε μήνα, να προκαταβάλλει προσωρινά στην αιτούσα, ως μηνιαία διατροφή, για την ίδια ατομικά, το ποσό των πενήντα (50) ευρώ, και για λογαριασμό των προαναφερομένων ανηλίκων τέκνων τους, ……., ….. και ………….., τα οποία εκπροσωπούνται νόμιμα από την αιτούσα – μητέρα τους, το συνολικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, ήτοι το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ για το καθένα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε περιοδικής παροχής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

 

      ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ προσωρινά στον καθ’ ου η αίτηση α) να προσεγγίζει την κατοικία της αιτούσας και των ανηλίκων τέκνων τους, όπως και τους χώρους εκπαιδευτικών και αθλητικών δραστηριοτήτων των τελευταίων σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων, και β) να προσεγγίζει την ίδια την αιτούσα σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων.

 

      ΑΠΕΙΛΕΙ τον καθ’ ου η αίτηση με χρηματική ποινή τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπική κράτηση είκοσι (20) ημερών για κάθε παράβαση της προηγούμενης διάταξης της παρούσας.

 

      ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

 

       KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Ζάκυνθο, στο ακροατήριό  του, και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την 8-10-2021 με την παρουσία και της Γραμματέα Χρυσάνθη Βαρδακαστάνη.

 

     Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

     Ν.Σ.

 

Απόψεις Επισκεπτών ( 1 )

  1. Pingback: Ο μερισμός της επιμέλειας δεν είναι συνεπιμέλεια (160/2021 ΜΠρΣάμου) | Synepimelia.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *