Ομιλία της δικηγόρου Μαρίας Μπλιάτη στην ημερίδα της 21ης Μαίου 2016

“Προηγηθείσες προσπάθειες αλλαγής του οικογενειακού δικαίου και οι θέσεις του συνηγόρου του παιδιού”

Μαρία Μπλιάτη, δικηγόρος

ειδικός επιστήμονας στο Συνήγορο του Παιδιού

XI6I0169-min

 

 Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το σημαντικότερο διεθνώς νομοθετικό κείμενο για τα δικαιώματα των παιδιών, ορίζει στο άρ.18 (παρ.1) ότι:«Τα συμβαλλόμενα κράτη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξασφάλιση της αναγνώρισης της αρχής, σύμφωνα με την οποία και οι δύο γονείς είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή του παιδιού και την ανάπτυξή του».

 

Το ερώτημα, που τίθεται σχετικά, είναι εάν η Ελλάδα έχει πράγματι καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την αναγνώριση της αρχής της από κοινού γονικής ευθύνης για την ανατροφή του παιδιού. Η απάντηση είναι απλή, αλλά δυστυχώς αρνητική.

Παρόλο που ο κανόνας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς κατά τη διάρκεια του γάμου (άρ.1510 ΑΚ) αποτέλεσε εκσυγχρονιστική τομή με τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου το 1983, οι εξαιρέσεις, που προβλέφθηκαν -για την περίπτωση διάστασης ή λύσης του γάμου/συμβίωσης των συζύγων/γονέων και για την περίπτωση των εκτός γάμου γεννημένων, αλλά αναγνωρισμένων παιδιών- ακόμη και αν θεωρηθούν δικαιολογημένες από τις κοινωνικές συνθήκες εκείνης της εποχής, σήμερα καθιστούν τη διασφάλιση του δικαιώματος του παιδιού σε ανατροφή και από τους δύο γονείς μη ικανοποιητική.

Στην παρούσα εισήγηση θα γίνει αναφορά μόνο στις ρυθμίσεις της πρώτης περίπτωσης. Η άσκηση της γονικής μέριμνας μετά τη διάσταση, το διαζύγιο ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης των γονέων ρυθμίζεται από το δικαστήριο, που διαθέτει τις εξής επιλογές : ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας …στον έναν από τους γονείς ή, στους δύο από κοινού, μόνο εφόσον αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου ή μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά, ιδίως να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας (χρονικά ή λειτουργικά) μεταξύ των γονέων ή να την αναθέσει σε τρίτον.» [1513ΑΚ]

Ανεξάρτητα από τη θεωρητική στάση απέναντι στο ζήτημα εάν η προσφυγή των γονέων στο δικαστήριο είναι υποχρεωτική -διότι παρά το γράμμα του νόμου υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη- στην πράξη, πάντως, η κατάληξη στη συντριπτική πλειοψηφία των διαζυγίων είναι η εφαρμογή της λειτουργικής κατανομής της γονικής μέριμνας : διασπάται δηλαδή το περιεχόμενό της και κατανέμεται η άσκηση των λειτουργιών της [: επιμέλεια, διοίκηση της περιουσίας και εκπροσώπηση του τέκνου (άρ.1510ΑΚ)] μεταξύ των γονέων.

Τούτο συμβαίνει, όσον αφορά τα διαζύγια που εκδίδονται με αντιδικία, διότι, όπως είναι αναμενόμενο, στο γενικό πλαίσιο της δικαστικής διαμάχης εμπλέκονται και ζητήματα γονικού ρόλου και οι σύζυγοι προσφεύγουν στη δικαιοσύνη και για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας, οπότε η προϋπόθεση της συμφωνίας των γονέων, που ο νόμος απαιτεί για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας και στους δύο γονείς από κοινού, δεν μπορεί να αναμένεται ρεαλιστικά ότι θα επιτευχθεί.

Όσον αφορά τα συναινετικά διαζύγια (που αποτελούν τον κανόνα), διότι ο νόμος (άρ.1441ΑΚ) θέτει ως προϋπόθεση για την έκδοση της απόφασης διαζυγίου, όταν υπάρχουν τέκνα, την προσκόμιση στο δικαστήριο έγγραφης συμφωνίας των συζύγων σχετικά με την άσκηση της επιμέλειας των τέκνων, η οποία με βάση την έως τώρα δικηγορική πρακτική ορίζει πάγια ότι ‘η επιμέλεια θα ασκείται από τη μητέρα’. Ακόμη και όταν προσκομίζεται συμφωνητικό, με πρόβλεψη για την από κοινού άσκηση της επιμέλειας από τους δύο γονείς, έχουν αναφερθεί όχι λίγες περιπτώσεις, που το δικαστήριο αρνήθηκε να επικυρώσει τη συμφωνία αυτή των γονέων και ζήτησε την προσκόμιση ενός ‘κλασσικού’ συμφωνητικού, με πρόβλεψη για την άσκηση της επιμέλειας μόνο από τον έναν.

Είναι επομένως απολύτως σαφές ότι το δικαίωμα του παιδιού χωρισμένων γονέων να ανατρέφεται από δύο υπεύθυνους γονείς κατοχυρώνεται πλημμελώς, λόγω της δικανικής και δικηγορικής πρακτικής αφενός και της απαίτηση του νόμου που προϋποθέτει τη συμφωνία των γονέων για την κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας αφετέρου, απαίτηση που δεν λαμβάνει υπόψη το κατά πόσο είναι συνεπές με τη φύση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η πραγμάτωσή τους να εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια τρίτων (εν προκειμένω, η πραγμάτωση του δικαιώματος του παιδιού να εξαρτάται από τη διάθεση συμφωνίας των γονέων).

Η πλημμελής νομοθετική κατοχύρωση του δικαιώματος του παιδιού σε ανατροφή και από τους δύο γονείς, όπως έχει διαπιστωθεί από πληθώρα αναφορών στα 13 χρόνια λειτουργίας του Κύκλου Δικαιωμάτων του Παιδιού, γνωστού ως Συνηγόρου του Παιδιού, εντός του Συνηγόρου του Πολίτη, έχει την εξής αρνητική συνέπεια : καλλιεργεί, στον γονέα που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια, την πεποίθηση ότι η επιμέλεια αποτελεί ατομικό του δικαίωμα, το οποίο εκτείνεται κάποτε μέχρι σημείου αποκλεισμού του άλλου γονέα από τη ζωή του παιδιού. Το γεγονός, επιπλέον, ότι στο νόμο το δικαίωμα επικοινωνίας περιγράφεται ως δικαίωμα του γονέα που δεν μένει με το παιδί, αντί του ορθού ότι πρόκειται και για δικαίωμα του παιδιού, καθιστά ακόμη πιο εδραιωμένη την πεποίθηση του γονέα που ασκεί την επιμέλεια ότι πρόκειται για δύο ατομικά δικαιώματα (επιμέλειας από τη μία –επικοινωνίας από την άλλη) που επιμερίζονται μεταξύ των γονέων και αντιδιαστέλλονται, έως και συγκρούονται, μεταξύ τους.

Έτσι, όμως, λανθάνει της προσοχής των γονέων το γεγονός ότι η γονική μέριμνα (επομένως και η επιμέλεια) αποτελεί πρωτίστως καθήκον των γονέων (1510ΑΚ), όπως ορίζει ο νόμος. Είναι δηλαδή δικαίωμα λειτουργικό, η άσκηση του οποίου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου -όπως επίσης ο νόμος επιτάσσει (1511 ΑΚ)- που δε νοείται ανεξάρτητο από τα δικαιώματα του παιδιού.

Επιπρόσθετα, είναι κοινός τόπος -σε σημείο που να μην χρειάζεται να αναφερθεί σχεδόν- ότι η αναποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων του ΚΠολΔ για την εκτέλεση των αποφάσεων επικοινωνίας, έχει εμπεδώσει μια κουλτούρα αυθαιρεσίας σε όσους γονείς ασκούν την επιμέλεια και δεν συμμορφώνονται με τη δικαστική απόφαση επικοινωνίας, η χειρότερη όψη της οποίας είναι η ιδιοκτησιακή αντίληψη που καταλήγει να υιοθετεί ο γονέας αυτός σε σχέση με το παιδί.

Από αναφορές που έχει εξετάσει η Αρχή, σταχυολογώ ενδεικτικές της αντίληψης αυτής εκφράσεις γονέων που τους έχει ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας των τέκνων : «θα σας αφαιρέσω κάθε δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί μου», «απαγορεύω την είσοδο του κου τάδε… (όνομα του άλλου γονέα) στο σχολείο του παιδιού μου» κλπ

Η δυσμενής επίδραση όμως της υφιστάμενης νομοθετικής ρύθμισης δεν περιορίζεται μόνο στη νοοτροπία των γονέων.

Παρά την πάγια νομολογία του Άρειου Πάγου ότι η επιμέλεια αφορά μόνο τα απλά και τρέχοντα θέματα της καθημερινότητας του παιδιού, ενώ όλες οι σημαντικές και επιδραστικές για τη ζωή του παιδιού αποφάσεις παραμένουν στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, σταδιακά, σημαντική μερίδα -τουλάχιστον- της νομικής θεωρίας απομακρύνεται από τη θέση αυτή και τοποθετείται υπέρ της μονομερούς λήψης αποφάσεων από τον γονέα που ασκεί την επιμέλεια, για μια σειρά από θέματα που ούτε απλά ούτε τρέχοντα είναι.

Η μεταστροφή δε της θεωρίας έχει ήδη ασκήσει επίδραση και στη διοίκηση σε διάφορα επίπεδα. Ενδεικτικά, το Υπουργείο Εσωτερικών υποστηρίζει εγγράφως ότι ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια δικαιούται επιπλέον διευκολύνσεις, διότι επωμίζεται επιπλέον καθήκοντα, και για τον λόγο αυτό προβαίνει σε contralegem ερμηνεία σε ό,τι αφορά την εγγραφή του τέκνου σε οικογενειακή μερίδα, την οποία πλέον επιτρέπει να μεταβάλλει κατά το δοκούν ο ασκών την επιμέλεια, ακόμη και όταν οι δύο γονείς έχουν την ίδια δημοτικότητα κι επομένως στην πράξη καμία πρακτική ωφέλεια δεν προκύπτει από αυτό. Μόνη συνέπεια της στάσης αυτής του Υπουργείου είναι η εμπέδωση, στον γονέα που ασκεί την επιμέλεια, της ιδιοκτησιακής αντίληψης προς το τέκνο, το οποίο τώρα ‘αφαιρεί’ από τη μερίδα του άλλου γονέα, που είχε συμφωνηθεί πριν το γάμο, και το εντάσσει στη δική του.

Την κατάσταση αυτή επιχείρησε να διορθώσει το σχέδιο νόμου «Μεταρρυθμίσεις για την Οικογένεια, το Παιδί και την Κοινωνία», που αργότερα αποτέλεσε τον Ν. 3719/08, με τις διατάξεις -οι οποίες όμως αποσύρθηκαν πριν την κατάθεσή του προς ψήφιση- που προέβλεπαν τον κανόνα της από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας στο σύνολό της και στην περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της νομικής σχέσης μεταξύ των γονέων.

Προέβλεπε όμως και τη δυνατότητα κάθε γονέα να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να ζητήσει την ανάθεση σε αυτόν της αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας για ‘σπουδαίο λόγο’, και ως τέτοιος σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση αναφερόταν και η αδιαφορία του γονέα, που δεν θα εκπλήρωνε την υποχρέωση διατροφής.

Στον Συνήγορο του Πολίτη είναι οικείος ο ισχυρισμός γονέων, που παραβιάζουν την υποχρέωσή τους αυτή, ότι αρνούνται να πληρώσουν τον άλλον γονέα, διότι δεν έχουν κανέναν έλεγχο στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιείται το ποσό της διατροφής. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι πάντοτε πρόφαση. Πολλοί γονείς αντιδρούν στην αποξένωση από το παιδί, που τους επιβάλλεται από τη σημερινή δικαστηριακή πρακτική, αρνούμενοι να εκπληρώσουν την υποχρέωση διατροφής, αφού δεν αισθάνονται να έχουν σε αντίβαρο κάποιο δικαίωμα σε σχέση με το παιδί.

Ο κίνδυνος, αντίθετα, στέρησης του δικαιώματος της κοινά ασκούμενης επιμέλειας, που προέβλεπε στην αρχική μορφή το νομοσχέδιο, θα μπορούσε να αποτελέσει αποτελεσματικό παράγοντα ενεργοποίησης των γονέων, ώστε να εκπληρώνουν την υποχρέωση διατροφής, και γενικά να συνεχίζουν να ασκούν τη γονική μέριμνα εξίσου υπεύθυνα, όπως πριν επέλθει η ανώμαλη εξέλιξη στις σχέσεις των γονιών.

Από την άλλη, η παρέμβαση του γονέα που δεν θα διέμενε με το παιδί ‘σε κάθε λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής του ανηλίκου’ -που κατά το σχέδιο νόμου έπρεπε να ρυθμίζεται μόνο από τον γονέα που θα ζούσε με το παιδί- συνιστούσε περίπτωση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της γονικής μέριμνας και ως τέτοια αποτελούσε ‘σπουδαίο λόγο’, που ο συγκατοικών γονέας μπορούσε να επικαλεστεί, για να ζητήσει την ανάθεση της αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας του παιδιού στον ίδιο. Με τον τρόπο αυτό, απαντούσε αποτελεσματικά η πρόταση νόμου στην υπαρκτή και κατανοητή ανησυχία των γονέων που μένουν με το παιδί ότι ο άλλος γονέας θα επέφερε προσκόμματα στην καθημερινότητά τους.

Επομένως, το εξατομικευμένο συμφέρον του παιδιού θα ήταν διασφαλισμένο και στην περίπτωση, που ο κανόνας της κοινής άσκησης της γονικής μέριμνας μετά τη διάλυση της έγγαμης συμβίωσης δεν θα απέβαινε σε δεδομένη στιγμή υπέρ του.

Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν κατάφερε να πείσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης, όταν απεύθυνε έγγραφο στο γραφείο του τότε Υπουργού, με το οποίο τοποθετήθηκε θετικά υπέρ των διατάξεων του νομοσχεδίου που αναφέρθηκε, οι οποίες όμως στη συνέχεια αφαιρέθηκαν πριν κατατεθούν στη Βουλή.

Αντίθετα, παρέμβασή μας προς το Υπουργείο Παιδείας, υπέρ του δικαιώματος του παιδιού σε ανατροφή και από τους δύο γονείς, είχε καλύτερη τύχη, ίσως γιατί τόσο οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία όσο και η κεντρική υπηρεσία ήταν σε απόλυτη γνώση των προβλημάτων που παρουσιαζόταν στο χώρο της εκπαίδευσης, τα οποία προέκυπταν από την ιδιοκτησιακή λογική γονέων που ασκούσαν μόνοι την επιμέλεια των παιδιών/μαθητών και οι οποίοι έφταναν στο σημείο να προβάλουν απαιτήσεις στους εκπαιδευτικούς ακόμη και για απαγόρευση εισόδου του άλλου γονέα στον σχολικό χώρο. Το Υπουργείο ανταποκρίθηκε στην πρόταση του Συνηγόρου και προέβη στην έκδοση εγκυκλίου, που καθιστά σαφή τα δικαιώματα των παιδιών χωρισμένων γονέων στο σχολείο, και συγκεκριμένα σε ανατροφή και από τους δύο γονείς και επικοινωνία με τον γονέα που δεν μένει μαζί τους. Την ίδια θετική αποδοχή είχε αντίστοιχη πρότασή μας προς το Υπουργείο Εσωτερικών, για τα ίδια δικαιώματα των παιδιών, που φιλοξενούνται σε παιδικούς σταθμούς.

Ήδη λίγα χρόνια μετά την εφαρμογή των εγκυκλίων, η μεταστροφή της στάσης εκπαιδευτικών και φροντιστών είναι αξιοσημείωτη, όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης του γονέα που δεν ασκεί την επιμέλεια και κατά συνέπεια όσον αφορά τον σεβασμό του δικαιώματος των παιδιών σε ανατροφή και από τους δύο γονείς.

Πολύ μεγαλύτερη αναμένεται να είναι η μεταστροφή της νοοτροπίας των επαγγελματιών που ασχολούνται με το παιδί, αλλά πρωτίστως των ίδιων των γονέων από την τροποποίηση της νομοθεσίας και την καθιέρωση του κανόνα της διατήρησης της άσκησης του συνόλου της γονικής μέριμνας από κοινού από τους δύο γονείς και μετά τον χωρισμό, τυπικό ή άτυπο, των γονέων.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Αυστρίας, όπου ο κανόνας αυτός, της συν-επιμέλειας, κατοχυρώθηκε το 2001. Σε έρευνα που διενεργήθηκε, μεταξύ άλλων και από ανάλογους με τον Συνήγορο του Παιδιού, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, θεσμούς, πέντε χρόνια μετά την εισαγωγή της διάταξης, αποδείχθηκε ότι η νέα ρύθμιση είχε κατευναστική επίδραση στις διαμάχες των γονέων και ότι το 50% των γονέων επιθυμούσαν πλέον την εφαρμογή της. Εξίσου θετική ήταν η επίδραση στη στάση των δικαστών και των εμπλεκόμενων επαγγελματιών γενικά, με απτά αποτελέσματα υπέρ της ενίσχυσης των δικαιωμάτων του παιδιού

Σε έναν τομέα, όπως είναι το Οικογενειακό Δίκαιο, που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πετύχουμε την εφαρμογή του νόμου με τους παραδοσιακούς μηχανισμούς εκτέλεσης, και ο οποίος, με τις ρυθμίσεις του έχει ‘κατεξοχήν παιδαγωγικό χαρακτήρα’, η μεταβολή των αντιλήψεων και στάσεων είναι αναγκαία, προκειμένου να υλοποιηθούν τα δικαιώματα των παιδιών.

Η υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση επιτρέπει τη διολίσθηση στην σημερινή πρακτική του αποκλεισμού του ενός γονέα από τη ζωή του παιδιού μετά τη διάλυση της έγγαμης συμβίωσης, ενθαρρύνει τη λογική της ‘ιδιοκτησίας’ του παιδιού από τον γονέα που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια και απομακρύνει από την ιδεολογία των δικαιωμάτων και τη θεώρηση του παιδιού ως υποκειμένου αυτών.

Μόνο ο κανόνας της εξακολούθησης της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μετά την διάλυση της συμβίωσης μπορεί να διασφαλίσει την παραμονή και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού και επομένως και τη συμμόρφωση της χώρας μας με τη σχετική επιταγή της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, καλλιεργώντας κουλτούρα συνεργασίας των γονέων.

Σήμερα, που παρατηρείται διεθνώς η τάση καθιέρωσης -νομοθετικά ή νομολογιακά- της πλήρους εξίσωσης των δύο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, με την ισομερή κατανομή του χρόνου φροντίδας στον καθένα, ο εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου στη χώρα μας, με την καθιέρωση της κοινής ευθύνης και των δύο γονέων στην ανατροφή και ανάπτυξη του παιδιού, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη, τη διατήρηση ή τη διακοπή της έννομης σχέσης μεταξύ των γονέων, είναι επιβεβλημένος, σε συνδυασμό με την λειτουργία του οικογενειακού δικαστηρίου και την ανάπτυξη υποστηρικτικών και συμβουλευτικών της οικογένειας ψυχο-κοινωνικών υπηρεσιών, προς όφελος του τέκνου.

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.