Δήλωση (διακήρυξη) σχετικά με τη χρήση των παραδοσιακών θεραπευτικών μεθόδων στις περιπτώσεις γονικής αποξένωσης.

Δήλωση σχετικά με τη χρήση των παραδοσιακών, μη εξειδικευμένων και μη εγκεκριμένων θεραπευτικών μεθόδων στις περιπτώσεις γονικής αποξένωσης.

 

European Association of Parental Alienation Practitioners (EAPAP),

 

Φεβρουάριος 2019

 

Ως επαγγελματίες και ερευνητές που εργαζόμαστε στον συγκεκριμένο τομέα, ανησυχούμε επειδή οι κλασικές θεραπευτικές προσεγγίσεις συνεχίζουν να συνιστώνται και να εφαρμόζονται για τη θεραπεία περιπτώσεων όπου έχει διαγνωστεί ή πιθανολογείται γονική αποξένωση. Ειδικά ανησυχούμε γιατί πολλοί ψυχοθεραπευτές και άλλοι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι έχουν εμπειρία στο ζήτημα της γονικής αποξένωσης, συνεχίζουν να προωθούν τέτοιες προσεγγίσεις, παρά το ότι λείπουν οι αποδείξεις που τις στηρίζουν και παρά το ότι ένας σημαντικός αριθμός αποδείξεων που βασίζονται σε έρευνα δείχνουν ότι η κλασσική οικογενειακή θεραπεία, όχι μόνο είναι εξαιρετικά απίθανο να επιτύχει σε περίπτωση γονικής αποξένωσης αλλά ακόμα ότι αντενδείκνυεται. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν λογικές προϋποθέσεις για να εφαρμοστούν τέτοιες θεραπείες .

 

Σε υποστήριξη αυτής της θέσης, σημειώνουμε ενδεικτικά τα συμπεράσματα των μελετών :

 

Των Clawar & Rivlin (2013, p. xxvii) των οποίων η έρευνα δείχνει ότι, σε δείγμα 1000 υποθέσεων, « ακόμα και με εντολή του δικαστηρίου, οι παραδοσιακές θεραπείες προσφέρουν μικρό ή καθόλου όφελος όσον αφορά την αντιμετώπιση αθτής της μορφής παιδικής κακοποίησης ». 

 

Του Reay (2015, p. 199) που δηλώνει ότι « στα περιστατικά χωρισμού και διαζυγίου όπου ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονιό που κάποτε αγαπούσε, οι παραδοσιακές θεραπευτικές προσεγγίσεις γενικά αποτυγχάνουν ». 

 

Των Dunne & Hedrick (1994, p. 31) που βρίσκει ότι « οι παραδοσιακές θεραπείες και επεμβάσεις δεν επιτυγχάνουν σε παιδιά θύματα [γονικής αποξένωσης] που βρίσκονται σε θεραπευτική αποκατάσταση».

 

Των Fidler, Bala, & Saini (2013, p.116) που σημειώνουν ότι « η θεραπεία σε πιο σοβαρά περιστατικά, που μπορεί να περιλαμβάνει και πιο ήπια περιστατικά που μπορεί να συνδέονται με την αποξένωση γίνεται όλο και πιο περιχαρακωμένη ».

 

Του Miller (2013, p. 16) ο οποίος σημειώνει ότι « οι θεραπευτές που επιμένουν στο να δοκιμάσουν τη συμβατική θεραπεία (π. χ. το «δες ο ίδιος») είναι εξαιρετικά απίθανο να επιτύχουν (…)  αυτή η προσέγγιση είναι χειρότερη από άχρηστη επειδή ο θεραπευτής παρέχει μια μάταιη θεραπεία, το παιδί, ήδη τραυματισμένο, στερείται από μια αποτελεσματική παρέμβαση και προστασία ».

 

Του Gottlieb (2017, p. 9) δηλώνει ότι « οι παραδοσιακές θεραπείες αδιάκριτα οδηγούν σε καταστροφικά αποτελέσματα: η αποξένωση βαθαίνει, η θεραπεία αποτυγχάνει και ο στοχοποιημένος / αποξενωμένος γονικός κατηγορείται. Τελικά, παρά τη θεραπεία, η σχέση μεταξύ αποξενωμένου γονικού και παιδιού δεν αποκαθίσταται ». 

 

Των Fiddler & Ward (2017, p. 22) ισχυρίζεται ότι « τα περιστατικά που περιλαμβάνουν ισχυρισμούς κακοποίησης και αποξένωσης απαιτούν θεραπευτές που έχουν σημαντική κλινική εμπειρία και εξειδικευμένη εκπαίδευση ».

 

 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί ειδικοί στον τομέα της γονικής αποξένωσης έχουν τη γνώμη ότι οι τυποποιημένες και οι γενικές θεραπευτικές αγωγές, συμπεριλαμβανομένης της γενικής οικογενειακής θεραπείας, σε σοβαρά περιστατικά αλλά και σε πολλά ήπια περιστατικά, συχνά οδηγούν στην παγίωση της αποξένωσης.

 

Θεωρούμε ότι οι παρατηρήσιμοι δείκτες μιας σοβαρής αποξένωσης ενός παιδιού σε ένα παιδί είναι ότι το παιδί εκδηλώνει προδήλως παράλογες αρνητικές πεποιθήσεις, συναισθήματα και / ή συμπεριφορές για τον γονέα που έχει απορρίψει που είναι σημαντικά δυσανάλογα ως προς την τρέχουσα εμπειρία του παιδιού για αυτόν τον γονέα και που είναι σε ένα μοτίβο δυσφήμισής του για το οποίο το παιδί παρουσιάζει αδύναμους, ασήμαντους, επιπόλαιους ή παράλογους λόγους. Εκτός από αυτά τα συμπτώματα, το παιδί μπορεί να εκφράσει πεποιθήσεις για τους γονείς του που υποδηλώνουν παθολογικό διχασμό (για παράδειγμα : μια έντονη έλλειψη αμφιθυμίας για τους γονείς τους, ανακλαστική υποστήριξη για τον ευνοούμενο γονέα σε όλες σχεδόν τις καταστάσεις, απεικονίζοντας ένα γονιό ως τον «όλα κακά» και τον άλλο ως τον «όλα καλά», αρνούμενο τις θετικές εμπειρίες με τον αποξενωμένο γονέα του παρελθόντος παρά τα αποδεικτικά στοιχεία για το αντίθετο, απορρίπτοντας τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του αποξενωμένου γονέα, των φίλων και των άλλων πτυχών της ζωής του). Το παιδί μπορεί επίσης να εμπλακεί σε αδικαιολόγητη, σκληρή ή αφιλόφρονα μεταχείριση του γονέα που έχει απορρίψει και να δείχνει λίγη ή καθόλου ενοχή, ντροπή ή τύψεις για αυτή τη συμπεριφορά. Θεωρούμε ότι η απόρριψη ενός γονιού μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη (μερικές φορές αναφερόμαστε σε αυτή σαν απομάκρυνση – estrangement) όταν είναι μια προσωρινή απόρριψη μιας σχέσης με ένα γονιό στην οποία καμία από τα κλινικά συμπτώματα της αποξένωσης δεν είναι εμφανίζονται.

 

Οι Rivett & Street (2009) υποστηρίζουν ότι η συστηματική οικογενειακή θεραπεία στοχεύει να ταυτοποιήσει και να κατανοήσει τα συμπτώματα, να κερδίσει νέες προοπτικές στις υπάρχουσες δυναμικές, να κατανοήσει τις προοπτικές όλων μέσα στο σύστημα, να προβληματιστεί για τα πρότυπα επικοινωνίας και διάδρασης και να συμβάλλει / συμμετάσχει στις διαδικασίες που απαιτούνται για την αλλαγή. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η οικογενειακή θεραπεία δεν ψάχνει να βρει ένα άτομο μέσα στην οικογένεια που είναι η αιτία των προβλημάτων αλλά βλέπει το πρόβλημα σαν την διαταραχή του οικογενειακού συστήματος, θέτοντας τις ατομικές σκέψεις, συμπεριφορές και συναισθήματα σε ένα πλαίσιο. Θεωρούμε ότι η Θεραπεία Οικογενειακού Συστήματος που χρησιμοποιείται από αυτή τη στενή προοπτική είναι μια έντονα ακατάλληλη παρέμβαση για περιστατικά γονικής αποξένωσης καθώς αυτή η προσέγγιση αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι, στο πυρήνα τους, αυτά τα περιστατικά συνεπάγονται σημαντικές ανισορροπίας εξουσίας, καταναγκαστικού ελέγχου και ψυχολογικής βλάβης στο παιδί. Απαιτείται αλλαγή και αποφασιστική διόρθωση προκειμένου ν’ αποκαταστήσουν τις σχέσεις προσκόλλησης του παιδιού και να προστατεύσουν το παιδί από περαιτέρω βλάβη. Μια τέτοια αλλαγή δεν πραγματοποιείται μέσω μιας θεραπευτικής προσέγγισης που εστιάζει στα συμπτώματα του παιδιού, τις ικανότητες του αποξενωμένου γονέα ή την σταδιακή προσαρμογή της προσέγγισης των γονέων στην ανατροφή του παιδιού.

 

Πιστεύουμε ότι είναι μεγάλο λάθος να χαρακτηρίζουμε όλες τις  περιπτώσεις γονικής αποξένωσης από τον υψηλό βαθμό σύγκρουσης για την οποία υποτίθεται ότι και οι δύο γονείς είναι σημαντικά υπεύθυνοι για τη δυσλειτουργική οικογενειακή δυναμική. Στις περιπτώσεις αποξένωσης, ο αποξενωτής γονέας είναι πρωταρχικά και αποκλειστικά η αιτία για την απόρριψη του παιδιού. Ομοίως, η χρήση του όρου «υβριδικό» για να υποδηλώσει ότι ο αποξενωμένος γονέας συνέβαλε ουσιαστικά στο πρόβλημα της απόρριψης του παιδιού από τον γονέα δεν υποστηρίζεται από τη βιβλιογραφία και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την υποστήριξη επιχειρημάτων υπέρ των γενικών θεραπευτικών παρεμβάσεων.

 

Ενώ οι τυποποιημένες και γενικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η οικογενειακή θεραπεία, δεν είναι κατάλληλες για τις περιπτώσεις της γονικής αποξένωσης, θεωρούμε ότι οι βασικές έννοιες του   μοντέλου δομικής οικογενειακής θεραπείας του Minuchin είναι εφαρμόσιμες στην κατανόηση και τη θεραπεία της γονικής αποξένωσης. Αυτές περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, ότι οι παρατηρήσιμες συμπεριφορές του παιδιού είναι μια απάντηση στη δυσλειτουργική οικογενειακή δυναμική και δεν περιλαμβάνουν ότι η κρυμμένες ιεραρχίες και σχέσεις μέσα στην οικογένεια οδηγούν στη δυσλειτουργία και ότι οι κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται προκειμένου να εξασφαλίσουμε τάξη και όρια. Η υπερβολική ενδυνάμωση ενός παιδιού που έχει ανατεθεί σε ένα γονέα, ο τριγωνισμός ενός γονέα του παιδιού όσον αφορά τη φροντίδα του παιδιού, η ενθάρρυνση και η ανοχή από ένα γονιό στη σύγκρουση των γονιών και άλλες τέτοιες δυναμικές είναι βασικά συμπτώματα της γονικής αποξένωσης. Οι συστημικές προσεγγίσεις που δεν αντιμετωπίζουν σθεναρά και δεν προσπαθούν να θεραπεύσουν αλλά αντίθετα δίνουν «σκουντήματα στα συστήματα ζωής που επιτρέπουν την ανάπτυξη νέων προτύπων» (von Schlippe & Schweitzer, 1998, σελ. 93) δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις γονικής αποξένωσης. Αντ ‘ αυτού, το επίκεντρο του προβλήματος είναι η μετάβαση από το σύμπτωμα (τη τραυματισμένη ή σοβαρά αποξενωμένη σχέση γονιού – παιδιού), στην αιτία (τις συμπεριφορές του αποξενωτή γονέα).

 

Πιστεύουμε ότι ενώ οι συναισθηματικές εμπειρίες του παιδιού πρέπει να διερευνηθούν, οι θεραπευτές που εργάζονται με αποξενωμένο παιδί δεν πρέπει να διατηρούν ένα θεραπευτικό περιβάλλον στο οποίο να ενθαρρύνεται ή να επιτρέπεται στο παιδί ν’ ασκεί κριτική, να κακολογεί ή να εκδηλώνει ασέβεια απέναντι σε ένα γονέα ή να εκφέρει  αναληθείς, άδικες ή παραληρητικές απόψεις και ότι οι ψευδείς πεποιθήσεις, οι γνωστικές παραμορφώσεις ή η παραληρητική σκέψη του παιδιού δεν πρέπει να επικυρωθούν ή να γίνουν αποδεκτές. Ενθαρρύνοντας ή επιτρέποντας σε ένα παιδί να κάνει κάτι τέτοιο πρέπει να θεωρείται ότι προκαλείται βλάβη στο παιδί. Ομοίως, οι θεραπευτικές παρεμβάσεις δεν πρέπει να παρέχουν ένα περιβάλλον στο οποίο οι αστήρικτοι ισχυρισμοί επιτρέπεται να μείνουν χωρίς αμφισβήτηση. Οι αποξενωμένοι γονείς δεν πρέπει να υποχρεούνται να ζητούν συγγνώμη από τα παιδιά για γεγονότα και συμπεριφορές που θεωρούνται αναληθή ή για τα οποία δεν υπάρχουν αποδείξεις. Οι θεραπευτές που εργάζονται με αποξενωμένα παιδιά δεν πρέπει να επιδιώκουν να ενδυναμώσουν το παιδί αλλά να εργάζονται για να επαναφέρουν την λειτουργική ιεραρχία της οικογένειας ώστε το παιδί να μη χρειάζεται να σηκώνει το βάρος της ευθύνης. Οι θεραπευτικές τεχνικές όπως ο καθρεπτισμός, η ενσυναίσθηση και η επικύρωση είναι κατάφωρα ανεπαρκείς και συχνά επιβλαβείς σε περιπτώσεις γονικής αποξένωσης, κυρίως επειδή τείνουν να υποστηρίζουν αναληθείς ή παραληρητικές πεποιθήσεις.

 

Οι τεχνικές που βασίζονται στην πεποίθηση ότι και οι δύο γονείς αντιπαρατίθενται και έχουν τη δυνατότητα νοητικοποίησης του παιδιού δεν υποστηρίζονται. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των περιστατικών αποξένωσης είναι το ότι οι γονείς πρέπει να οικοδομήσουν την ικανότητα νοητικοποίησης του παιδιού τους. Εξετάζοντας την νοητικοποίηση υπό μια συστημική προοπτική, ο Gottlieb (2012, σελ.149) υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχει καμία διαφυγή από το συμπέρασμα ότι ο ευθυγραμμισμένος γονέας είναι τουλάχιστον ένοχος για τη διατήρηση της αποξένωσης», υποδηλώνοντας επίκεντρο όλων των προσεγγίσεων νοητικοποίησης πρέπει να είναι μόνο ο ευθυγραμμισμένος ή αποξενωμένος γονέας.

 

Προσεγγίσεις που χρησιμοποιούν την κατασκευή συνεκτικών αφηγήσεων σχετικά με γεγονότα του παρελθόντος ως βασική προσέγγιση για την επίλυση, εξίσου βασίζονται σε μια εσφαλμένη αντίληψη ότι και οι δύο γονείς είναι υπεύθυνοι για το πρόβλημα της απόρριψης από το παιδί. Αφηγήσεις που αποκλίνουν από το αποδεικτέο γεγονός για να ενσωματώσουν μια ψευδή ή κατασκευασμένη αφήγηση ενός αποξενωτή γονέα είναι επιβλαβείς για το παιδί. Ομοίως, η χρήση προσεγγίσεων απευαισθητοποίησης βασίζεται στην ψευδή προϋπόθεση ότι ένα παιδί έχει αναπτύξει μια φοβική ανταπόκριση στον γονέα και δεν υποστηρίζεται από τα ερευνητικά στοιχεία (Warshak, 2015).

 

Η συντριπτική πλειοψηφία των αποδείξεων υποδηλώνουν ότι η θεραπεία δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται εκτός ισχυρής νομικής δομής και δικαστικής επίβλεψης που χρησιμοποιεί την απειλή της τιμωρίας για να επιβάλει την συμμόρφωση με τη θεραπευτική διαδικασία (βλ. π.χ. Warshak 2010, Fidler, Bala, & Saini, 2013; Wiley, 2016). Σε περιπτώσεις γονικής αποξένωσης, οι θεραπευτικές παρεμβάσεις πρέπει να γίνονται μόνο στο πλαίσιο της αποκατάστασης της φυσικής επαφής μεταξύ παιδιού και αποξενωμένου γονέα και η πρωταρχική έννοια του θεράποντος πρέπει να είναι πάντα η προστασία του παιδιού από βλάβη. Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της σχέσης του παιδιού με τον απορριφθέντα γονέα δεν πρέπει να είναι χωρίς ορατό τέλος και πρέπει να τερματίζονται χωρίς καθυστέρηση. Όταν δεν επιτυγχάνεται πλήρης αποκατάσταση της σχέσης του παιδιού με τον αποξενωμένο γονέα ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το παιδί παραμένει ψυχολογικά χωρισμένο, η υπόθεση πρέπει να επιστραφεί στο δικαστήριο για να εξεταστεί η αλλαγή της κατοικίας του παιδιού και η θέση του στη φροντίδα του αποξενωμένου γονέα μαζί με προσωρινή (κατά κανόνα για 90 ημέρες) ή πλήρη προστατευτική απομάκρυνσή του από τον αποξενωτή γονέα.

 

Υπογράφεται εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου της European Association of Parental Alienation Practitioners από τους :

 

Dr. Wilfrid v. Boch Galhau M.D.

Dr. Sietske Dijkstra

Prof. Dr. Sc. Gordana Buljan Flander

Dr. Lena Hellblom Sjögren, fil.dr. leg.psykolog

Karen Woodall, PhD (Cand)

Nick Woodall, MA

 

Σύμβουλος ψυχοθεραπευτής : Linda J. Gottlieb, LMFT, LCSW-R

 

Παραπομπές:

Clawar, S. S. & Rivlin, B. V. (2013). Children held hostage: Identifying brainwashed children, presenting a case, and crafting solutions (2nd Edition). Chicago, IL: American Bar Association.

Dunne, J. & Hedrick, M. (1994). The parental alienation syndrome: An analysis of sixteen selected cases. Journal Of Divorce & Remarriage, 21, pp. 21-38.

Fidler, B. J., Bala, N., & Saini, M. A. (2013). Children who resist postseparation parental contact: A differential approach for legal and mental health professionals. New York, NY: Oxford University Press.

Fidler, B. J. & Ward, P. (2017). Clinical decision-making in parent-child contact problem cases:| Tailoring the intervention to the family’s needs. In Abigail M. Judge and Robin M. Deutsch (Eds.) Overcoming parent-child contact problems: Family based interventions for resistance, rejection, and alienation. New York: Oxford University Press.

Gottlieb, L. J. (2012). The parental alienation syndrome: A family therapy and collaborative systems approach to amelioration. Springfield IL: Charles C Thomas.

Gottlieb, L. J. (2017). Amicus brief discussing effective treatment for parental alienation or for a severed parent-child relationship.

Miller, S. G. (2013). Clinical reasoning and decision-making in cases of child alignment: Diagnostic and therapeutic issues. In A. J. L. Baker & S. R. Sauber (Eds.). Working with alienated families: A clinical guidebook (pp. 8–46). New York, NY: Routledge.

Reay, K. M. (2011). Toxic divorce: A workbook for alienated parents. Penticton, Canada: Author.

Reay, K. M. (2015). Family Reflections: A promising therapeutic program designed to treat severely alienated children and their family system. The American Journal of Family Therapy, 1–11, 197-207.

von Schlippe, A. & Schweitzer, J. (1998). Lehrbuch der systemischen therapie und beratung. Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht.

Warshak, R. A. (2010). Family bridges: Using insights from social science to reconnect parents and alienated children. Family Court Review, 48(1), 48–80.

Warshak, R. A. (2015). Ten parental alienation fallacies that compromise decisions in court and in therapy. Professional Psychology: Research and Practice, 46(4), 235-249.

Wiley, F. (2016). Serious parental alienation: The approach of the courts and practitioners in

  1. Family Law Week. Retrieved from //www.familylawweek.co.uk/site.aspx?i=ed161124

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *