ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΣΥΝΟΨΗ ΑΝΑΦΟΡΑΣ   ΠΟΥ ΥΠΕΒΛΗΘΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

(άρθρο 194 συνθήκης Άμστερνταμ)

Η ελληνική εσωτερική έννομη τάξη υπολείπεται συνολικά ως προς την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ειδικότερα του παιδιού γιατί δεν έχει εναρμονιστεί με το διεθνές και ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Ενώ το ρεύμα εξέλιξης στα εσωτερικά δίκαια όλων των χωρών της ΕΕ και τρίτων χωρών είναι η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού και η ισότητα των γονέων, από το εσωτερικό δίκαιο και την διοικητική πρακτική της Ελληνικής Δημοκρατίας ενθαρύνονται οι απαράδεκτες διακρίεσεις μεταξύ των γονέων και ελλειπής προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού.

Συγκεκριμένα, παρά το ότι έχει κυρώσει η Ελληνική Δημοπκρατία τις σχετικές διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις, δεν τις έχει ενσωματώσει στην εσωτερική έννομη τάξη αν και έχει συμβατική υποχρέωση. Για τον λόγο αυτό βασικές διεθνείς συμβάσεις, όπως αυτή της Νέας Υόρκης για τα δικαιώματα του παιδιού δεν εφαρμόζονται ελλείψει διατάξεων αμέσου εφαρμογής.

Επίσης, παραβιάζονται άλλα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκη Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα πρόσθετα πρωτόκολα όπως αναλυτικά κατωτέρω αναπτύσσεται.

Όλ’ αυτά συνιστούν παραβίαση του βασικού κανόνα των θεμελιωδών αρχών της ΕΕ, όπως αυτός ρητά προβλέπεται από το άρθρο 6 παρ. 2 Συνθήκης ΕΕ, το σχετικό Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μεταγενέστερα κείμενα.

Επισημένουμε τα εξής :

1)Η Διεθνής Σύμβαση της Νέας Υόρκης για τα δικαιώματα του παιδιού (αρ. 18) και το 7ο Πρωτόκολολλο στην ΕΣΔΑ (άρ. 00) προβλέπουν το δικαίωμα του παιδιού ν’ανατραφεί και από τους δύο γονείς. Καμμία διάκριση και καμία επέμβαση στην οικογενειακή ζωή δεν επιτρέπεται 9άρ. 4, 8, ΕΣΔΑ). Εντούτοις, στην περίπτωση διαζυγίου, από την κοινή γονική μέριμνα των παιδιών (εκπροσώπηση, επιμέλεια και διοίκηση περιουσίας) εντός γάμου αφειρείται η επιμέλεια (ανατροφή, εκπαίδευση, επιλογή τόπου κατοικίας, φροντίδα του προσώπου) η οποία σχεδόν πάντα ανατίθεται στην μητέρα του παιδιού. Έτσι όμως η κοινή γονική μέριμνα παραμένει κενό γράμμα του νόμου εφόσον η μητέρα μόνη αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά την ζωή και ανατροφή του παιδιού όπως υγεία, εκπαίδευση, μόρφωση, και ακόμα την επιλογή του τόπου κατοικίας.

2)Ακόμα πιο έντονα παραβιάζονται τα ανωτέρω δικαιώματα για τα παιδιά εκτός γάμου, για τα οποία προβλέπεται μεν κοινή γονική μέριμνα αλλά ανενεργός !(αρ. 1515 ΑΚ) Δηλαδή ο πατέρας παιδιού εκτός γάμου μπορεί ν’ασκήσει γονική μέριμνα μόνο εάν αποβιώσει η μητέρα. Κατά πρόσφατο τροποποιήση του ΑΚ μπορεί το Δικαστήριο να επιτρέψει την άσκηση της γονικής μέριμνας και στον πατέρα εάν συναινεί η μητέρα αλλά, αντίθετα με τα παιδιά εντός γάμου, εξαρτάται πάντα από την μητέρα και το Δικαστήριο. Και πάλι, στην τελευταία περίπτωση ισχύουν όσα εκτίθενται στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο για τα παιδιά εντός γάμου.

3)Από την ΕΣΔΑ (αρ. 6 και 13) αλλά και τη νομολογία ΔΕΚ προβλέπεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική ένδικο προστασία. Η δικαστική προστασία στο ελληνικό δίκαιο είναι αναποτελεσματική γιατί δεν εκτελούνται στην πράξη οι αποφάσεις που εκδόθηκαν ελλείψει καταλλήλου και αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου που να λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα του παιδιού.

Η άμεσος εκτέλεση κατά την έννοια του κώδικα πολιτικής δικονομίας των αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων (όπως επικοινωνίας ή αφαίρεσης τέκνου) προβλεπόταν παλαιότερα αλλά πλέόν δεν επιτρέπεται. Επιπλεόν, η έμμεσος εκτέλεση των αποφάσεων δηλαδή η καταβολή χρηματικής ποινής ως μέσο εκτέλεσης πολιτικών αποφάσεων απαιτεί να διεξαχθεί δεύτερη δίκη που στην ουσία είναι τρίτη εφόσον στην πράξη κατά την εσωτερική νομολογία προαπαιτείται η ποινική καταδίκη του παραβάτη.

Σχετικό με την αποτελεσματική ένδικο προστασία είναι και η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια κάθε δίκης (πολιτικής, ποινικής κ.α.) έτσι ώστε και γι’αυτό το λόγο η έμμεσος εκτέλεση είναι κενό γράμμα του νόμου.

4)Παραβίαση των ιδίων ως άνω δικαιωμάτων στην δίκαιη δίκη και στην αποτελεσματική ένδικο προστασία είναι τό ότι εδώ και 13 χρόνια δεν έχουν συσταθεί οικογενειακά τμήματα των δικαστηρίων από εξειδικευμένους οικογενειακούς δικαστές ούτε η δικαστική κοινωνική υπηρεσία, παρά το ότι έχουνν προβλεφθεί με τον νόμο 2447/1996.

Αντίθετα, όπου χρειάζεται ν’ασχοληθούν κοινωνικές υπηρεσίες ή κέντρα ψυχικής υγείας, δηλαδή επιστήμονες με ειδικές γνώσεις, αυτό γίνεται από διοικητικά και όχι από δικαστικά όργανα που δεν πληρούν τις δικονομικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης.

Πρακτικό αποτέλεσμα αυτού είναι οι «άτυπες διαδικασίες» και οι «μυστικοί κοινωνικοί φακέλλοι» μόνο που το άτυπο και η μυστικότητα (που από πουθενά δεν προβλέπεται) αντιτάσσεται εναντίον του ενός γονέα, αυτού που δεν έχει την επιμέλεια, και ο οποίος αποκλείεται από τις διοικητικές διαδικασίες. Φυσικά ο άλλος γονέας όχι μόνο αυτός κινεί τις διαδικασίες αλλά επίσης έχει πλήρη γνώση του κατά τα λοιπά μυστικού ή άτυπου φακέλλου.

Επιπλέον, εκτός από την έλλειψη των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, τα παιδιά στερούνται και τις υπηρεσίες των διαμεσολαβητικών κοινωνικών υπηρεσιών και ειδικότερα μάλιστα της ποινικής διαμεσολάβησης κατά τους όρους του νόμου 3500/2006 για την πάταξη της ενδοοικογενειακής (σωματικής ψυχολογικής και σεξουαλικής βίας) σε βάρος των παδιών.

Ειδικότερο θέμα είναι ότι οι κοινωνικοί λειτουργοί των δήμων και κοινοτήτων και των εταιρειών προστασίας ανηλίκων έχουν ωράριο και καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου, δηλαδή με μεγάλη δυσκολία βγαίνουν από τα γραφεία τα οποία λειτουργούν μόνο εργάσιμες ώρες και μέρες της εβδομάδας. Αυτό σημαίνει ότι τα σαββατοκύριακα, τα απογεύματα και τα βράδια, δηλαδή τις ώρες που τους χρειάζονται τα παιδιά αυτοί δεν είναι διαθέσιμοι. Περαιτέρω, όταν γίνεται έρευνα των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου, αυτή είναι προσυνεννοημένη και γίνεται επιφανειακά, δηλαδή αν το σπίτι είναι καθαρό και σε τάξη και όχι ουσιαστική και απροειδοποίητη.

5)Κατά παράβαση των ως άνω άρθρων, όχι μόνο δεν συναποφασίζει ο γονέας ο οποίος δεν έχει επιμέλεια για την εκπαίδευση του παιδιού αλλά του αφαιρείται ακόμα και το δικαίωμα να ενημερώνεται και να συμμετέχει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Εμποδίζεται δηλαδή να παρακολουθεί σχολικές εκδηλώσεις, να επικοινωνεί με τους καθηγητές για να πληροφορηθεί για τις πρόοδο του παιδιού και εν γένει να θεωρείται ως γονέας του παιδιού όπως αντιλαμβάνεται τον ρόλο αυτό το κρατικά εποπτευόμενο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό, πέρα από καταπάτηση των ανθρωπίνων και ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη, συγκροτεί και κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού καθώς και καταπάτηση του συμφέροντός του, εφόσον μόνο και οι δυο γονείς συλλογικά μπορούν να μεγιστοποιήσουν το «ευ ζειν» του τέκνου.

6)Από την ΕΣΔΑ προβλέπεται η απαγόρευση κάθε διάκρισης, εν προκειμένω με κριτήριο το φύλο (αρ. 4). Εντούτοις, ο γονέας που έχει την επιμέλεια που κατά κανόνα είναι η μητέρα θεωρείται κατά το φορολογικό δίκαιο ως γονέας των παιδιών ενώ αυτός που δεν έχει κατατάσσεται στην κατηγορία «χωρίς παιδιά». Πρακτικά δεν έχει τις φοροαπαλλαγές που έχουν οι γονείς παιδιών, δεν εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα η διατροφή που καταβάλει για τα παιδιά, δεν απολαμβάνει κανένα άλλο ωφέλημα που προβλέπονται για γονείς παιδιών όπως επι παραδείγματι οικονομικές ενισχύσεις, απαλλαγή για την αγορά πρώτης κατοικίας, προνομιακά δάνεια, τις γονεϊκές άδειες κ.α. Αντίθετα όλ’ αυτά τα απολαμβάνει ο γονέας που έχει την επιμέλεια (συνήθως η μητέρα) και έτσι εισάγεται απαράδεκτη διάκριση σε βάρος του γονέα που δεν έχει την κατά νόμο επιμέλεια αλλά που το παιδί μένει μαζί του, στο σπίτι του, ένα σημαντικό ποσοστό του ημερολογιακού έτους.

7)Παρά την ίδια ως άνω απαγόρευση διακρίσεων και άλλες απαράδεκτες σεξιστικές διακρίσεις εισάγονται και στους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας που ενισχύονται με μεγάλες εθνικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Παρά τις διακηρυγμένες αρχές και πολιτικές, όλοι αυτοί οι μηχανισμοί λειτουργούν σε μιά ξεπερασμένη από δεκαετίες σεξιστική βάση προστασίας «κακοποιημένων γυναικών», με «σπίτια κακοποιημένων γυναικών», με την επιδότηση οργανώσεων γυναικών, με την επιδότηση της ενημέρωσης γυναικών σε μονοσήμαντη διάσταση κ.ά. Σύμφωνα με τις σημερινές απαιτήσεις, αλλά και το πνεύμα του νόμου, θα έπρεπε αυτοί οι μηχανισμοί να λειτουργούν ανεξάρτητα από φύλα, δηλαδή αντι-σεξιστικά, στην βάση της προστασίας όλων των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας χωρίς διάκριση, στην ενημέρωση των γονέων-πολιτών και των δύο φύλων.

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ  ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

(άρθρο 194 συνθήκης Άμστερνταμ)

Η ελληνική εσωτερική έννομη τάξη υπολείπεται συνολικά ως προς την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ειδικότερα του παιδιού γιατί δεν έχει εναρμονιστεί με το διεθνές και ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Ενώ το ρεύμα εξέλιξης στα εσωτερικά δίκαια όλων των χωρών της ΕΕ και τρίτων χωρών είναι η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού και η ισότητα των γονέων, από το εσωτερικό δίκαιο και την διοικητική πρακτική της Ελληνικής Δημοκρατίας ενθαρύνονται οι απαράδεκτες διακρίσεις μεταξύ των γονέων και ελλειπής προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού.

Συγκεκριμένα, παρά το ότι έχει κυρώσει η Ελληνική Δημοκρατία τις σχετικές διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις, δεν τις έχει ενσωματώσει στην εσωτερική έννομη τάξη αν και έχει συμβατική υποχρέωση. Για τον λόγο αυτό βασικές διεθνείς συμβάσεις, όπως αυτή της Νέας Υόρκης για τα δικαιώματα του παιδιού δεν εφαρμόζονται ελλείψει διατάξεων αμέσου εφαρμογής.

Επίσης, παραβιάζονται άλλα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκη Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα πρόσθετα πρωτόκολα όπως αναλυτικά κατωτέρω αναπτύσσεται.

Όλ’ αυτά συνιστούν παραβίαση του βασικού κανόνα των θεμελιωδών αρχών της ΕΕ, όπως αυτός ρητά προβλέπεται από το άρθρο 6 παρ. 2 Συνθήκης ΕΕ, το σχετικό Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μεταγενέστερα κείμενα.

Ειδικότερα επισημένουμε τα εξής :

8)Η Διεθνής Σύμβαση της Νέας Υόρκης για τα δικαιώματα του παιδιού (αρ. 18) και το 7ο Πρωτόκολολλο στην ΕΣΔΑ (άρ. 5) προβλέπουν το δικαίωμα του παιδιού ν’ανατραφεί και από τους δύο γονείς. Καμμία διάκριση και καμία επέμβαση στην οικογενειακή ζωή δεν επιτρέπεται (άρ. 4 και 8 ΕΣΔΑ).

Εντούτοις, στην περίπτωση διαζυγίου, από την κοινή γονική μέριμνα των παιδιών εντός γάμου αφαιρείται η επιμέλεια η οποία σχεδόν πάντα ανατίθεται στην μητέρα του παιδιού. Έτσι όμως η κοινή γονική μέριμνα παραμένει κενό γράμμα του νόμου εφόσον η μητέρα μόνη αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά την ζωή και ανατροφή του παιδιού όπως υγεία, εκπαίδευση, μόρφωση, και ακόμα την επιλογή του τόπου κατοικίας.

9)Ακόμα πιο έντονα παραβιάζονται τα ανωτέρω δικαιώματα για τα παιδιά εκτός γάμου, για τα οποία προβλέπεται μεν κοινή γονική μέριμνα αλλά ανενεργός ! (αρ. 1515 ΑΚ)

Δηλαδή ο πατέρας παιδιού εκτός γάμου μπορεί ν’ασκήσει γονική μέριμνα μόνο εάν αποβιώσει η μητέρα. Κατά πρόσφατο τροποποιήση του ΑΚ μπορεί το Δικαστήριο να επιτρέψει την άσκηση της γονικής μέριμνας και στον πατέρα εάν συναινεί η μητέρα αλλά (αντίθετα με τα παιδιά εντός γάμου) εξαρτάται πάντα από την μητέρα και το Δικαστήριο. Και πάλι, στην περίπτωση αυτή ισχύουν όσα εκτίθενται στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο για τα παιδιά εντός γάμου.

10)Από την ΕΣΔΑ (αρ. 6 και 13) αλλά και τη νομολογία ΔΕΚ προβλέπεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική ένδικο προστασία. Η δικαστική προστασία στο ελληνικό δίκαιο είναι αναποτελεσματική γιατί δεν εκτελούνται στην πράξη οι αποφάσεις που εκδόθηκαν ελλείψει καταλλήλου και αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου που να λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα του παιδιού.

Η άμεσος εκτέλεση κατά την έννοια του κώδικα πολιτικής δικονομίας των αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων (όπως επικοινωνίας ή αφαίρεσης τέκνου) προβλεπόταν παλαιότερα αλλά πλέον δεν επιτρέπεται. Επιπλεόν, η έμμεσος εκτέλεση των αποφάσεων δηλαδή η καταβολή χρηματικής ποινής ως μέσο εκτέλεσης πολιτικών αποφάσεων απαιτεί να διεξαχθεί δεύτερη δίκη που στην ουσία είναι τρίτη εφόσον στην πράξη κατά την εσωτερική νομολογία προαπαιτείται η ποινική καταδίκη του παραβάτη.

Σχετικό με την αποτελεσματική ένδικο προστασία είναι και η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια κάθε δίκης (πολιτικής, ποινικής κ.α.) έτσι ώστε και γι’αυτό το λόγο η έμμεσος εκτέλεση είναι κενό γράμμα του νόμου.

11)Περαιτέρω παραβίαση των ιδίων ως άνω δικαιωμάτων στην δίκαιη δίκη και στην αποτελεσματική ένδικο προστασία γίνεται γιατί εδώ και 13 χρόνια δεν έχουν συσταθεί οικογενειακά τμήματα των δικαστηρίων από εξειδικευμένους οικογενειακούς δικαστές ούτε η δικαστική κοινωνική υπηρεσία, παρά το ότι έχουνν προβλεφθεί με τον νόμο 2447/1996.

Αντίθετα, όπου χρειάζεται ν’ασχοληθούν κοινωνικές υπηρεσίες ή κέντρα ψυχικής υγείας, δηλαδή επιστήμονες με ειδικές γνώσεις, αυτό γίνεται από διοικητικά και όχι από δικαστικά όργανα που δεν πληρούν τις δικονομικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης.

Πρακτικό αποτέλεσμα αυτού είναι οι «άτυπες διαδικασίες» και οι «μυστικοί κοινωνικοί φακέλλοι» μόνο που το άτυπο και η μυστικότητα (που από πουθενά δεν προβλέπεται) αντιτάσσεται εναντίον του ενός γονέα, αυτού που δεν έχει την επιμέλεια, και ο οποίος αποκλείεται από τις διοικητικές διαδικασίες. Φυσικά ο άλλος γονέας όχι μόνο αυτός κινεί τις διαδικασίες αλλά επίσης έχει πλήρη γνώση του κατά τα λοιπά μυστικού ή άτυπου φακέλλου.

Επιπλέον, εκτός από την έλλειψη των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, τα παιδιά στερούνται και τις υπηρεσίες των διαμεσολαβητικών κοινωνικών υπηρεσιών και ειδικότερα μάλιστα της ποινικής διαμεσολάβησης κατά τους όρους του νόμου 3500/2006 για την πάταξη της ενδοοικογενειακής (σωματικής ψυχολογικής και σεξουαλικής βίας) σε βάρος των παδιών.

Ειδικότερο θέμα είναι ότι, δεδομένης της ανυπαρξίας δικαστικών κοινωνικών υπηρεσιών, οι κοινωνικοί λειτουργοί των δήμων και κοινοτήτων και των εταιρειών προστασίας ανηλίκων έχουν ωράριο και καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου, δηλαδή με μεγάλη δυσκολία βγαίνουν από τα γραφεία τα οποία λειτουργούν μόνο εργάσιμες ώρες και μέρες της εβδομάδας. Αυτό σημαίνει ότι τα σαββατοκύριακα, τα απογεύματα και τα βράδια, δηλαδή τις ώρες που τους χρειάζονται τα παιδιά αυτοί δεν είναι διαθέσιμοι. Περαιτέρω, όταν γίνεται έρευνα των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου, αυτή είναι προσυνεννοημένη και γίνεται επιφανειακά, δηλαδή αν το σπίτι είναι καθαρό και σε τάξη και όχι ουσιαστική και απροειδοποίητη.

12)Κατά παράβαση των ως άνω άρθρων, όχι μόνο δεν συναποφασίζει ο γονέας ο οποίος δεν έχει επιμέλεια για την εκπαίδευση του παιδιού αλλά του αφαιρείται ακόμα και το δικαίωμα να ενημερώνεται και να συμμετέχει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Εμποδίζεται δηλαδή να παρακολουθεί σχολικές εκδηλώσεις, να επικοινωνεί με τους καθηγητές για να πληροφορηθεί για τις πρόοδο του παιδιού και εν γένει να θεωρείται ως γονέας του παιδιού όπως αντιλαμβάνεται τον ρόλο αυτό το κρατικά εποπτευόμενο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό, πέρα από καταπάτηση των ανθρωπίνων και ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη, συγκροτεί και κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού καθώς και καταπάτηση του συμφέροντός του, εφόσον μόνο και οι δυο γονείς συλλογικά μπορούν να μεγιστοποιήσουν το «ευ ζειν» του τέκνου.

13)Από την ΕΣΔΑ προβλέπεται η απαγόρευση κάθε διάκρισης, εν προκειμένω με κριτήριο το φύλο (αρ. 4). Εντούτοις, ο γονέας που έχει την επιμέλεια που κατά κανόνα είναι η μητέρα θεωρείται κατά το φορολογικό δίκαιο ως γονέας των παιδιών ενώ αυτός που δεν έχει κατατάσσεται στην κατηγορία «χωρίς παιδιά». Πρακτικά δεν έχει τις φοροαπαλλαγές που έχουν οι γονείς παιδιών, δεν εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα η διατροφή που καταβάλει για τα παιδιά, δεν απολαμβάνει κανένα άλλο ωφέλημα που προβλέπονται για γονείς παιδιών όπως επι παραδείγματι οικονομικές ενισχύσεις, απαλλαγή για την αγορά πρώτης κατοικίας, προνομιακά δάνεια, τις γονεϊκές άδειες κ.α. Αντίθετα όλ’ αυτά τα απολαμβάνει ο γονέας που έχει την επιμέλεια (συνήθως η μητέρα) και έτσι εισάγεται απαράδεκτη διάκριση σε βάρος του γονέα που δεν έχει την κατά νόμο επιμέλεια αλλά που το παιδί μένει μαζί του, στο σπίτι του, ένα σημαντικό ποσοστό του ημερολογιακού έτους.

14)Παρά την ίδια ως άνω απαγόρευση διακρίσεων και άλλες απαράδεκτες σεξιστικές διακρίσεις εισάγονται και στους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας που ενισχύονται με μεγάλες εθνικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Παρά τις διακηρυγμένες αρχές και πολιτικές, όλοι αυτοί οι μηχανισμοί λειτουργούν σε μιά ξεπερασμένη από δεκαετίες σεξιστική βάση προστασίας «κακοποιημένων γυναικών», με «σπίτια κακοποιημένων γυναικών», με την επιδότηση οργανώσεων γυναικών, με την επιδότηση της ενημέρωσης γυναικών σε μονοσήμαντη διάσταση κ.ά. Σύμφωνα με τις σημερινές απαιτήσεις, αλλά και το πνεύμα του νόμου, θα έπρεπε αυτοί οι μηχανισμοί να λειτουργούν ανεξάρτητα από φύλα, δηλαδή αντι-σεξιστικά, στην βάση της προστασίας όλων των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας χωρίς διάκριση, στην ενημέρωση των γονέων-πολιτών και των δύο φύλων.

Την σοβαρή αυτή υστέρηση στην προστασία των δικαιωμάτων έχει ήδη διαπιστώσει το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας. Για τον λόγο αυτό είχε καταθέσει στην Βουλή των Ελλήνων σχέδιο νόμου που το επεξεργάζετο από το έτος 2006 που εισήγαγε – μεταξύ άλλων – την συνένωση της επιμέλειας με την γονική μέριμνα και την από κοινού άσκησή της και άλλες ρυθμίσεις. Τον Οκτώβριο του έτους 2008 το νομοσχέδιο που κατετέθη κατετέθη, τελικά απεσύρθη «για περαιτέρω επεξεργασία»… Μέχρι σήμερα δεν έχει επαναυποβληθεί στο εθνικό Κοινοβούλιο.

Κατά την γνώμη των υπογραφόντων την παρούσα αναφορά απεσύρθη λόγω των πολιτικών πιέσεων των οργανωμένων συμφερόντων «γυναικείων οργανώσεων» που λειτουργούν σεξιστικά, που εκπεφρασμένα θέλουν τα παιδιά να μεγαλώνουν με μόνη την μητέρα και που δυστυχώς επιδοτούνται με πολύ μεγάλα ποσά όπως προαναφέραμε.

Η υστέρηση της εσωτερικής έννομης τάξης ως προς το διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού και των γονέα θίγει ατομικά τα δικαιώματα καθενός των μελών του συλλόγου μας ως ευρωπαίου πολίτη και έχει προφανείς σημαντικές επιπτώσεις στην απασχόληση και την κοινωνική πολιτική.

Με την παρούσα αναφορά αιτούμεθα να επιληφθούν οι αρμόδιοι μηχανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να επιστηθεί η προσοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην παραβίαση των προστατευομένων δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών και κατοίκων της Ελλάδας, και να γίνουν συστάσεις για την παύση της παραβίασης και την εναρμόνιση του εσωτερικού δικαίου και πρακτικής με βάση το ευρωπαϊκό και διεθνές κεκτημένο που εστιάζεται στον αντι-σεξισμό και τα δικαιώματα του παιδιού.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *