Ομιλία της αν. καθηγήτριας εγκληματολογικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κας Όλγας Θεμελή

 

IMG_2042 

«Από τις σχέσεις στοργής στις  σχέσεις τοξικότητας:

Το σύνδρομο της γονεϊκής αποξένωσης και ο κίνδυνος της νομικής πλάνης»

Όλγα Θεμελή,

καθηγήτρια ΕγκληματολογικήςΨυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης 

Θα ξεκινήσουμε αναφερόμενοι σε ένα ακραίο φαινόμενο που συναντάμε κι αντιμετωπίζουμε συχνά, τη δημιουργία σχέσεων κυρίαρχης τοξικότητας, που διαρρηγνύουν οποιονδήποτε γονεϊκό  δεσμό.

 

 

Αυτό που μας ενδιαφέρει, ιδιαίτερα στο χώρο της εγκληματολογικής ψυχολογίας, της  παιδοψυχιατρικής, της παιδικής και εφηβικής ψυχολογίας, και στο χώρο των δικαιωμάτων των ανηλίκων, είναι τι συμβαίνει όταν ένα παιδί αποκαλύπτει ότι έχει υποστεί παραβίαση της γενετήσιας του σφαίρας. Η μεγάλη δυσκολία για τους δεκάδες  ειδικούς που εμπλέκονται, είτε από το χώρο της ψυχικής υγείας, είτε από το χώρο της δημόσιας δικαιοσύνης, όπου εμπλέκονται πάρα πολλοί επαγγελματίες για πάρα πολλά χρόνια σε κάθε υπόθεση, είναι η ανεύρεση της αλήθειας, ώστε να μην έχουμε θύματα νομικής πλάνης, γιατί τα λάθη δύσκολα μπορούν μετά  να αποκατασταθούν.

Δεύτερο ζήτημα, ίσως το πιο σημαντικό, να μην επαναθυματοποιήσουμε ένα παιδί που έχει ήδη θυματοποιηθεί. Κι αυτό είναι δύσκολο σε όλες αυτές τις διαδικασίες που έχουν δημιουργηθεί από μεγάλους για μεγάλους, φαινόμενο που επικρατεί σε όλη τη δομή της ποινικής δικαιοσύνης.  Είναι ένα σύστημα που  δεν έχει δημιουργηθεί για παιδιά, αν και θα έπρεπε να ακούγεται η γνώμη των παιδιών, που συνθλίβονται μέσα  σε αυτόν τον μηχανισμό. Παράλληλα, πέρα από τα ίδια τα παιδιά, μέσα στον μηχανισμό αυτόν, μπορεί να συνθλιβεί και η πραγματική αλήθεια.

Σημαντικό είναι να διακρίνουν τα παιδιά, να έχουν κατά νου, τη διαφορά μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Αν δεν το κατανοήσουν, δεν θα πουν αλήθεια. Παιδιά προσχολικής ηλικίας, μόνο από τεσσεράμισι ετών, κι επάνω, αρχίζουν να κατανοούν τη διαφορά, και η μόνη προστασία που παρέχει το σύστημα στα παιδιά είναι το ευεργέτημα της ανωμοτί κατάθεσης.

Πρέπει να λάβουμε υπ΄όψιν τις δυνατότητες ακρίβειας μνήμης των παιδιών,  να εξετάσουμε πως ακριβώς λειτουργεί η μνήμη. Ακριβώς επειδή οι διαδικασίες είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες μόνο των ενηλίκων,  χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ιδιαίτερα όταν τα παιδιά που εξετάζονται δεν ξέρουν που βρίσκεται η νοητή αυτή γραμμή μεταξύ ψεύδους και αλήθειας.

Ο ν. 3625/2007 προέβλεψε έναν υποτυπώδη τρόπο εξέτασης ανηλίκων μαρτύρων αλλά ακόμα  περιμένουμε τα εφαρμοστικά προεδρικά διατάγματα, που μάλλον έχουν ξεχαστεί. Έτσι έχουμε διαδικασία που είναι προσαρμοσμένη μόνο στις απαιτήσεις του ενήλικου πληθυσμού. Είναι πολύ σημαντικό να μην παρασυρθούμε και παραβιάσουμε το πλαίσιο των δικαιωμάτων των ανηλίκων, σεβόμενοι παράλληλα το τεκμήριο αθωότητας του φερόμενου ως δράστη, προσπαθώντας να βρούμε την αλήθεια.

Έτσι αν και ο ν.3625/2007 προβλέπει έναν υποτυπώδη τρόπο δικανικής εξέτασης ανηλίκων θυμάτων κακοποίησης – μαρτύρων, ακόμα περιμένουμε κάποια πολύ σημαντικά πράγματα να νομοθετηθούν. Εκκρεμεί μία σειρά από διαδικασίες, όπως ένα πρωτόκολλο εξέτασης των ανηλίκων αυτών που περιμένουμε να θεσμοθετηθεί, έναν ιδιαίτερο τρόπο εξέτασης που θα πρέπει να ακολουθούν όσοι εμπλέκονται επαγγελματικώς, εκπαιδευμένοι πια, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος απομάκρυνσης από την πραγματική αλήθεια.

Εδώ προβλέπεται ο ορισμός πραγματογνώμονα, παιδοψυχολόγου ή παιδο-ψυχιάτρου, και σε περίπτωση έλλειψής τους ο ορισμός απλού ψυχολόγου ή ψυχιάτρου. Προβλέπεται επίσης από τον ν.3625/2007 η προετοιμασία των ειδικών, η συνεργασία τους με προανακριτικούς υπαλλήλους, κατάλληλα διαγνωστικά μέσα (αν και δεν έχει νομοθετηθεί ακόμα ο τρόπος εφαρμογής των προβλέψεων αυτών), καταγραφή της δημιουργημένης πεποίθησης, και βιντεοσκόπηση της εξέτασης ώστε να μην χρειάζεται ο ανήλικος ξανά και ξανά να προσέρχεται να καταθέσει σε διαφορετικά πρόσωπα κάθε φορά που έχουν διαφορετικές τεχνικές και διαφορετικές μεθόδους, και να μην γίνεται η διαδικασία με έναν τρόπο ερασιτεχνικό που είναι σε βάρος όλων.

Ένας ειδικός, είτε είναι παιδοψυχολόγος, παιδοψυχίατρος ή ψυχολόγος, εισαγγελέας ή ανακριτής, χρειάζεται να έχει εκπαιδευτεί , να ακολουθήσει ένα πρωτόκολλο που μας λείπει, να αποκτήσει γνώσεις πολύ ιδιαίτερες, για το τι μπορεί να θυμηθεί ένα παιδί, για το πόσο ακριβής είναι η μνήμη του, πως πρέπει να προσαρμόσουμε το λόγο με το οποίο απευθυνόμαστε σε ένα παιδί με το αναπτυξιακό του στάδιο. Ο ειδικός πρέπει να έχει γνώσεις για το πόσο πρέπει να διαρκέσει μία συνέντευξη συνεχόμενα. Άλλη συνέντευξη θέλει δύο ώρες, άλλη μπορεί να χρειαστεί μέρες, μπορεί  και να καλούμε και να ξανακαλούμε τα παιδιά με αποτέλεσμα να έχουμε αναληθείς καταθέσεις και τα παιδιά  να ανασκευάζουν  τους ισχυρισμούς τους, θεωρώντας ότι δεν είπαν αυτά που έπρεπε να πουν, και να χρειάζεται να ξανατεθεί η ίδια ερώτηση με διαφορετικό τρόπο.

Έτσι, χρειάζεται να έχουμε ιδιαίτερες γνώσεις, εξειδίκευση, κι εμπειρία. Τα διεθνώς παραδεκτά πρωτόκολλα μας δείχνουν το δρόμο, τα γνωρίζουμε και τα μελετάμε, χρειάζεται όμως να ξέρουμε  τι σημαίνει μία κατάλληλη προετοιμασία, να ξέρουμε πότε χρειάζεται και τι είναι μία προκαταρκτική συνέντευξη,  κι όχι να προχωράμε κατευθείαν σε μία μοναδική, πρόχειρη ενδεχομένως. Πρέπει και να ξέρουμε πως να αξιολογούμε τις αντιληπτικές ικανότητες ενός ανηλίκου, να αξιολογούμε την ικανότητά του να διακρίνει ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, πως αξιολογούμε το αναπτυξιακό στάδιο της ηλικίας. Να ξέρουμε τι σημαίνει να έχουμε να έχουμε παιδιά διαφορετικών κατηγοριών, όπως παιδιά με ειδικές ανάγκες, ή παιδιά με διαφορετικό πολιτιστικό πλαίσιο.  Να ξέρουμε πώς μπορούμε να ερευνήσουμε τους ισχυρισμούς παιδιών. Είναι αυτό που λέμε, πολλές φορές, οι πενήντα αποχρώσεις του μαύρου. Να ξέρουμε το τι είναι οι συμβουλευτικές δεξιότητες, το πώς κτίζεται μία σχέση εμπιστοσύνης με τον άγνωστο στο παιδί εξεταστή, να ξέρουμε πως το παιδί μπορεί να κληθεί πολλές φορές για πολλά χρόνια για να βγάλει μετά από  πολύ καιρό την αλήθεια μίας τοξικής σχέσης. Κυριαρχεί μία οντολογική αντίληψη για  μία μακροχρόνια μνήμη τύπου σκληρού δίσκου εγγραφέα εικόνων, από την οποία μπορείς να αντλήσεις μετά από πολύ καιρό, και το παιδί, ανεξάρτητα απ΄ότι έχει υποστεί σε διαφορετικά στάδια, θα πρέπει να ανακαλέσει λεπτομέρειες για όσα έλαβαν χώρα πριν από χρόνια Πρέπει, όμως,  να εγκαταλείψουμε μία τέτοια αντίληψη.

Άρα χρειάζεται εκπαίδευση σε πολλαπλά επίπεδα, και η έλλειψη ενός πρωτόκολλου είναι κάτι που πονάει πολύ όσους βρισκόμαστε σ΄αυτό το τραπέζι, όπως και πολλούς από τους συναδέλφους που αναγνωρίζω από το ακροατήριο.

Σημαντικοί  παράγοντες είναι η ικανότητα οικοδόμησης ενός κλίματος εμπιστοσύνης, μίας συναίσθησης, η διατύπωση ανοιχτών υποθέσεων. Συνηθίζεται από πολλούς επαγγελματίες η διατύπωση μίας και μόνης υπόθεσης εργασίας κι οτιδήποτε συνηγορεί υπέρ αυτής να υπερτιμάται, ενώ οτιδήποτε αποκλείει την υπόθεση αυτή να μπαίνει στην άκρη. Βρίσκουμε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, οι ισχυρισμοί των παιδιών είναι άλλοτε εν μέρει αληθείς/εν μέρει ψευδείς, άλλοτε ολοκληρωτικά αληθείς κι άλλοτε ολοκληρωτικά ψευδείς.

Μιλάμε για ένα ευαίσθητο μυαλό που μπορεί να είναι επιλεκτικό και κατασκευαστικό εργαλείο. Πρέπει να κάνουμε προσαρμογή των ερωτήσεών μας με γνώμονα την προσαρμοστικότητα του παιδιού. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να  έχουμε υποκειμενικότητα ή μεροληπτική κρίση. Αντιθέτως, πάντα πρέπει να έχουμε ουδετερότητα και αμεροληψία σ΄αυτό που αντιμετωπίζουμε, γιατί οι περιπτώσεις μπορούν να είναι πολλές.

Αγνοούμε, δυστυχώς μέχρι σήμερα, την αρχή τήρησης βασικών κανόνων, κι αυτό συνηγορεί και οδηγεί πολλές φορές  στην νομική πλάνη  και άρα στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων που είναι καταστρεπτικές  τελικά για όλους.

Το μεγάλο ερώτημα είναι αν έχουμε αλήθεια ή ψέματα. Είναι κάτι που βαραίνει τους ώμους των επαγγελματιών τόσο του τομέα της ψυχικής υγείας, όσο και της ποινικής δικαιοσύνης. Από τη μία έχουμε τις ψευδείς αρνητικές καταθέσεις όπου το παιδί αρνείται τα όσα έχει υποστεί, κι αυτή η δεξαμενή είναι η πιο πλούσια, αλλά παράλληλα υπάρχει μία άλλη δεξαμενή το ίδιο σκοτεινή, δύσκολη στην προσέγγισή της: οι ψευδείς θετικές καταθέσεις όπου διατυπώνονται ισχυρισμοί  για κακοποίηση που δεν έχει λάβει χώρα

Αυτές οι αρνητικές καταθέσεις μπορεί να είναι αποτέλεσμα υποβολής, κατήχησης ή  υποκίνησης του άλλου, από τον κατηγορούμενου ως θύτη γονέα ή από τον άλλον γονέα,  ή να είναι αποτέλεσμα φαντασίωσης,  ψευδαίσθησης, παρανόησης, παρεξήγησης, αθώου ή και σκόπιμου ψέματος, παθολογικής ψυχολογίας.  Ένας επαγγελματίας γνωρίζει ότι μπορούμε να ταλαιπωρηθούμε πολύ στην ανεύρεση της αλήθειας, και σ΄αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να σκύψει στα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά κάθε παιδιού. Γι αυτό, το περιεχόμενο της κύριας συνέντευξης είναι σημαντικό να στηρίζεται στα χαρακτηριστικά του παιδιού,  στο πως μιλάει, πως σκέφτεται, πως νοιώθει όλο αυτό το χρονικά διάστημα.

Στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της μίας ή της άλλης περίπτωσης, υπέρ της κρίσης περί  ψευδούς ή της αληθούς κατάθεσης, είναι η ύπαρξη παθο-γνωμικών ευρημάτων (που σπάνια τα έχουμε) τυχών ευρήματα από την αστυνομία, αν υπάρχει, η ομολογία του δράστη (που αν την έχουμε τα πράγματα είναι πιο εύκολα) όπως και οι καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων (που πάλι σπάνια έχουμε).

Αν δεν έχουμε τα στοιχεία αυτά, αυτό βέβαια δεν σημαίνει αυτόματα ότι η καταγγελία  του παιδιού είναι ψευδής. Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια να διαπιστωθεί η αλήθεια.  Άρα, εξετάζουμε διεξοδικά τη συμπεριφορά του παιδιού, τις γνώσεις του γύρω από ζητήματα σεξουαλικής δραστηριότητας, λαμβάνοντας πάντα υπ΄όψιν την ηλικία του παιδιού, το τι αναμένουμε να γνωρίζει σ΄αυτό το στάδιο ανάπτυξης, σ΄αυτήν την ηλικία, το ακριβές περιεχόμενο των ισχυρισμών, το είδος της ισχυριζόμενης κακοποίησης, σχετικά με το που, το πότε, το πως… Όσο πιο λεπτομερής είναι η κατάθεση, όσο μεγαλύτερος είναι ο φόβος, όσο πιο κοντά είμαστε στην ανάμνηση των περιστατικών που ανακαλούνται, τόσο μεγαλύτερη είναι η αξιοπιστία. Αυτό που επίσης μετράει πολύ, είναι η παρακολούθηση των ψυχοσωματικών αντιδράσεων που εκδηλώνονται στη διάρκεια της αποκάλυψης, το πώς η ανάμνηση αντικατοπτρίζεται στα συναισθήματά του.

Άρα, χρειαζόμαστε πολύσυγκεκριμένους και έμπειρους συνεντευκτές επαγγελματίες για να μπορέσουμε να αναλύσουμε τα ποιοτικά κριτήρια της συνέντευξης. Χρειάζεται να διαγνώσουμε τη συνεκτικότητα και τη λογική δομή, να εξετάσουμε αν υπάρχει  αλληλουχία στην  παράθεση των γεγονότων, αν υπάρχει αρχή μέση και τέλος στη διήγηση, να δούμε πόσο ακριβής και λεπτομερής είναι ο τρόπος  που περιγράφει αυτήν την παραβίαση της γενετήσιας σφαίρας.

Έχουν  σημασία, και πρέπει να ληφθούν υπ΄όψιν, η παιδική οπτική, οι λέξεις που χρησιμοποιούν τα παιδιά, το πώς περιγράφουν την όλη διαδικασία. Γιατί συχνά τα παιδιά χρησιμοποιούν λέξεις που δεν θα μπορούσαν να τα γνωρίζουν στην ηλικία αυτή, για να περιγράψουν καταστάσεις, ή αντιθέτως, να χρησιμοποιούν λέξεις με τρόπο  που δεν μπορούν να τα κατανοήσουν ενήλικες. Πρέπει να εξετάσουμε στοιχεία του ιδιαίτερου  πλαισίου εξέτασης των παιδιών, όπως ο δισταγμός κι ο παιδικός αυθορμητισμός, ο εμπλουτισμός των στοιχείων της αφήγησης, αυτό που λέμε εξωτερική και εσωτερική συνέπεια, την ένταση της πράξης. Πρέπει να διαγνώσουμε την ένταση των συναισθημάτων που εκείνη τη στιγμή εκφράζουν, τον φόβο που εκφράζουν τα παιδιά, την τάση τήρησης μυστικότητας. Τα παιδιά συνήθως δυσκολεύονται να αποκαλύψουν την παραβίαση της γενετήσιας του σφαίρας, φοβούνται να αποκαλύψουν αυτό το μυστικό.

Μερικά από τα κύρια λάθη που γίνονται στην εκτίμηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών ενός παιδιού, με τα οποία οδηγούμαστε στη νομική πλάνη, είναι τόσο η έλλειψη εξειδικευμένης γνώσης και εμπειρίας, όσο και να έχουμε έλλειψη ευελιξίας και αντικειμενικής ουδετερότητας. Μερικές φορές μας προδίδει η υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό μας ως επαγγελματίες, μία τάση που μας δημιουργεί απόλυτη βεβαιότητα. Επίσης είναι λάθη η μία και μοναδική υπόθεση  εργασίας που προσπαθούμε να επαληθεύσουμε,  η μονοδιάστατη προσέγγιση των ισχυρισμών, και το πιο κρίσιμο, η μη ποιοτική ανάλυση του περιεχομένου της κατάθεσης του ανηλίκου.

Πρέπει πρώτα να ψάξουμε αν οι καταθέσεις είναι αληθείς ή ψευδείς, εν μέρει ή εξ΄ολοκλήρου, αν υπάρχουν απλά ψήγματα αλήθειας, ή αν περιέχονται και  ψευδή στοιχεία.

Το πιο τοξικό στοιχείο που μας ταλαιπωρεί, και που εξετάζουμε συχνά είναι αυτό που ονομάστηε ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗΣ. Από τη δεκαετία του ’70 το εξετάζουμε, αλλά οι πηγές λένε ότι το 2004, εισάγεται ως όρος, και υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία έκτοτε. Ο όρος εισήχθη από έναν ιδιαίτερο επαγγελματία, τoν GARDNER, που το κατονόμασε, για να περιγράψει  ένα φαινόμενο που εμφανίζεται στο δικαστικό πεδίο στην περίπτωση διαφωνιών κατά τη διεκδίκηση αποκλειστικής επιμέλειας.

Παλιότερα οι Wallerstein & Κelly, από το 1979 μιλάνε για παθολογική προσπάθεια προσεταιρισμού των παιδιών, το 1995 ο Turkat μιλάει για το «Σχετιζόμενο με το  Διαζύγιο σύνδρομο της κακόβουλης  μητέρας», και το 1999 για τοο «Κακόβουλο γονεϊκό σύνδρομο σχετιζόμενο με το διαζύγιο», το 2001 οι Kelly & Johnson μιλάνε για το αποξενωμένο παιδί, ο Warshak (2002) κάνει λόγο για «Παθολογική Αποξένωση», οι Klass & Klass μιλούν για το «Σύνδρομο της Απειλούμενης Μητέρας». Σήμερα το φαινόμενο είναι γνωστό με τον όρο «Διαταραχή ΓονεΪκής Αποξένωσης», ή απλώς «Γονεϊκή Αποξένωση».

Λίγα γνωρίζουμε οι περισσότεροι Έλληνες  γι αυτό. Οι περισσότεροι επαγγελματίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι ανενημέρωτοι, και αυτό δημιουργεί μία μεγάλη σύγχυση στην συνέχεια. Έχουν περιγραφεί τα περισσότερα χαρακτηριστικά διάγνωσης του συνδρόμου. Το πιο εμφανές είναι μία αδικαιολόγητη εκστρατεία δυσφήμησης του ενός γονέα, η δημιουργία μίσους συνήθως εναντίον του πατέρα. Όταν το παιδί πρέπει να αιτιολογήσει το μίσος αυτό, δίνει αδικαιολόγητες και παράλογες αιτιολογίες, και δεν μπορεί με τίποτα να δικαιολογήσει αυτήν την εκστρατεία δυσφήμησης. Δεν υπάρχει όμως αμφιθυμία  σε όσους  υπάγονται σε εκστρατεία δυσφήμησης του πατέρα. Αντιθέτως, τα παιδιά που πραγματικά έχουν υποστεί κακοποίηση είναι αμφίθυμα, νοιώθουν ότι προδίδουν τον υπαίτιο γονιό και φοβούνται για τις συνέπειες, διστάζουν να μιλήσουν, και ένα μεγάλο ποσοστό δεν θα μιλήσει ποτέ. Εμφανίζονται στα παιδιά που έχουν υποστεί γονεϊκή αποξένωση το φαινόμενο του «Ανεξάρτητου Στοχαστή» τα παιδιά δηλαδή τονίζουν ότι όλα όσα προβάλουν είναι δικά τους, δεν τους έχουν επιβληθεί. Τα αποξενωμένα απ΄τον ένα γονιό παιδιά, δεν διστάζουν να εξιδανικεύσουν και να υποστηρίξουν τον άλλον γονιό,  που τους καθοδηγεί στην αποξένωση. Απουσιάζει κάθε αίσθημα ενοχής για τη σκληρότητα απέναντι στον αποξενωμένο γονέα. Υιοθετούν συχνά δανεικά και κατασκευασμένα σενάρια για να δικαιολογήσουν σε γνωστούς και φίλους την έχθρα τους όχι μόνο απέναντι στον πατέρα, αλλα΄και απέναντι σε όλο το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον του γονέα στόχου. Και έτσι η οικογένεια συρρικνώνεται αποκλειστικά στην αποκλειστική σχέση μητέρας παιδιού.

Οι ενδείξεις που ενδυναμώνουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών περί σεξουαλικής κακοποίησης του ανηλίκου από την μία, και οι ενδείξεις που την αποδυναμώνων  από την άλλη είναι οι ακόλουθες.

Στη μία περίπτωση (αξιόπιστων ισχυρισμών) το παιδί περιγράφει με ακρίβεια την σεξουαλική κακοποίηση, περιγράφοντας πραγματικά περιστατικά με ακρίβεια, το πώς το πότε και το που έγινε), υπάρχουν φυσικά ευρήματα όπως σημάδια, σπέρμα, τρίχες κλπ) και κατά την περιγραφή των περιστατικών το παιδί κάνει χρήση κατάλληλης για την ηλικία του γλώσσας. Ταυτόχρονα εμφανίζει συμπεριφορές παλινδρόμησης, όπως νυχτερινή ούρηση ή κατάθλιψη, αναφέρει ότι ο δράστης τον έκανε να ορκιστεί ότι δεν θα τον αποκαλύψει,   διστάζει  να μιλήσει ανοιχτά για την κακοποίσης,  πιστεύει ότι θα απογοητεύσει το θύτη του, κι εκφράζει θυμό όχι μόνο στο έναντι του δράστη, αλλά και έναντι του άλλου γονέα και των άλλων μελών της οικογένειας που δεν το προστάτεψαν, και αποκαλύπτεται η παραβίαση ανεξάρτητα από την ύπαρξη αρμονικής σχέσης ανάμεσα στου γονείς.

Αντιθέτως, οι ισχυρισμοί περί κακοποίησης είναι αναξιόπιστα όταν  το παιδί δεν φέρεται να έχει αποκαλύψει την κακοποίηση σε κανέναν εκτός από τον γονέα που έχει την επιμέλεια ή σε συγγενή του, παρακινώντας υποψίες για καθοδήγηση από συκοφάντη ενήλικα, δεν  υπάρχουν παθογνωμικά σημάδια κακοποίησης, και παρουσιάζονται αντιφάσεις ή χρησιμοποιείται γλώσσα που δεν θα μπορούσε το παιδί να γνωρίζει φυσιολογικά., αποκαλύπτει την ιστορία της κακοποίησης χωρίς ενδοιασμούς με στοιχεία παράλογα στοιχεία και υπερβολές στη διήγηση, αντανακλώντας τα συναισθήματα ου γονέα που θέλει να αποξενώσει τον έτερο γονέα, χωρίς όμως να εκφράζει συναισθήματα θυμού για την κακοποίηση, παρά θυμό που έχει φύγει από το σπίτι, και για τον λόγο αυτό να θέλει το παιδί να τον τιμωρήσει.  Στις αναξιόπιστες καταγγελίες κακοποίησης, η παραβίαση σχεδόν πάντα αποκαλύπτεται κατά την αποξένωση ενός από τους δύο γονείς, μετά το χωρισμό των γονέων.

Ο γονέας ο οποίος συκοφαντεί (εκείνος ο οποίος υποβάλλει, εκείνος που οδηγεί το παιδί σ΄αυτήν την τοξική ιστορία) είναι πολύ δύσκολος στη συνεργασία του, επιδιώκει να αποσπάσει οπωσδήποτε από τους ειδικούς μία αρνητική για τον κατηγορούμενο γνωμάτευση. Σέρνει το παιδί σε όλες τις δομές εξαναγκάζοντας να μιλήσει. Καταθέτει υπερβολικούς και παράλογους ισχυρισμούς. Αδιαφορεί για την εξασθένιση του δεσμού του παιδιού με το συκοφαντημένο γονέα.

Αντίθετα ο γονιός θύμα της συκοφαντίας, συνεργάζεται πάντα με τους ειδικούς, δεν χειρίζεται και δεν κατευθύνει, και αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα που έχει η διατήρηση ενός υγιούς δεσμού του παιδιού και με τους δύο γονείς.

Υπάρχουν ήπιες μορφές αποξένωσης, μέτριες μορφές αποξένωσης και βαθιές μορφές αποξένωσης. Συνήθως ενδιαφερόμαστε για την τελευταία μορφή, όπου οι ανήλικοι υιοθετούν ακραίες μορφές συμπεριφοράς, ως και εχθρότητας. Εδώ το παιδί υιοθετεί ένα δίπολο ακραίας εξιδανίκευσης του ενός γονιού, και ακραίας απόρριψης, διάρρυξης δεσμού με τον άλλον. Εδώ οι συνέπειες είναι τρομακτικές, ο δεσμός εξασθενεί και διαλύεται, ενώ ο παιδί ενηλικιώνοντας εμφανίζει πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση , ψυχοσωματικές διαταραχές, πολλά συναισθηματικά προβλήματα, στη σύναψη υγειών διαπροσωπικών σχέσεων. Μακροχρόνια, το τέκνο εμφανίζει συχνά τύψεις και ενοχές όταν αποκαλυφθεί κάποτε η αλήθεια αλλά συχνά είναι πάρα πολύ αργά για επανασύνδεση  όταν ο συκοφαντημένος γονιός έχει παραιτηθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια για τη διεκδίκηση επικοινωνίας με το παιδί.  Όπως έχει υποστηριχθεί, το να στρέφει ο ένας γονέας το  παιδί εναντίον του άλλου, είναι σαν να το στρέφει εναντίον του εαυτού του.

Το σημερινό σύστημα δημιουργεί ένα πραγματικά νοσηρό περιβάλλον, κι όσο δεν υπάρχει κάποιο πρωτόκολλο, μία τυποποιημένη διαδικασία εξέτασης των ανηλίκων,  κι όσο δεν υπάρχει εξειδικευμένη γνώση και εκπαίδευση των τελούντων την εξέταση, τόσο οι περιπτώσεις αυτές θα πολλαπλασιάζονται.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Απόψεις Επισκεπτών ( 1 )

  1. αρης

    Με την μείωση της δικηγορικής ύλης μπορείτε να τα βάλετε, όλα τα αλλα θεωρίες. Η χώρα ειναι ενα προτεκτοράτο συντεχνιών. Σκοτωνει κόσμο για να μην θιγούν συντεχνίες. Με 60% ανεργία τα επαγγελματα ειναι ακόμα κλειστά. Ανθρωποι με γνώσεις και δεξιότητες δεν εχουν δικαίωμα στην εργασία γιατι π.χ. μια συντεχνία το οικονομικό επιμελητήριο έχει κλείσει το επάγγελμα του λογιστή για τα μέλη του που δεν είναι καν λογιστές βασει σπουδών, τα οποία το πληρώνουν για αυτο τον λόγο.
    Ολα αυτα που ορθώς χωρις να έχω προσωπική αποψη αναφέρει δεν έχουν καμμία ισχύ μπροστά στον πλουτισμό των συντεχνιτών. Αλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Το χρήμα ειναι πάρα πολυ απο την βιομηχανία των διαζυγίων!!!

    Reply

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *