Μια απάντηση στον κ. Μιχ. Σταθόπουλο

 

Επιμέλεια ανήλικου τέκνου
 ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ 03.07.2017,

Συντάκτης:

Κωνσταντίνος Λαδάκης*

 

     Διάβασα το άρθρο με τίτλο «Μια απάντηση στον κ. Βασ. Φούσκα» (03/04/2017) του κ. Μιχ. Σταθόπουλου. Αποτελεί κοινό τόπο ότι η αντιδικία για την επιμέλεια ανηλίκων τέκνων αποτελεί μία σημαντική πηγή εισοδήματος για αρκετούς δικηγόρους. Αρα οποιαδήποτε λύση που μειώνει την αντιδικία θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του εισοδήματος αρκετών δικηγόρων.

 

Ελληνικό νομικό τερτίπι αποτελεί η διγλωσσία της χώρας μας, όπου στο εξωτερικό χρησιμοποιεί παραπλανητικά τον όρο γονικές ευθύνες, ενώ στο εσωτερικό συνεχίζει να χρησιμοποιεί τους όρους γονική μέριμνα και επιμέλεια ανηλίκου τέκνου. Σε όλα τα διεθνή νομικά κείμενα των τελευταίων δεκαπέντε ετών οι όροι γονική μέριμνα / φροντίδα / επιμέλεια έχουν αντικατασταθεί από τον όρο (κοινές και αδιάσπαστες) γονικές ευθύνες.

 

Ουδείς αμφισβήτησε ότι η εναλλασσόμενη κατοικία έχει μειονεκτήματα και προβλήματα. Και η δημοκρατία έχει μειονεκτήματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να την καταργήσουμε, για τον απλούστατο λόγο ότι υπερέχει από οποιοδήποτε άλλο πολίτευμα γνωρίζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Έτσι λοιπόν το θέμα είναι αν η κοινή επιμέλεια και η εναλλασσόμενη κατοικία υπερέχουν ή όχι της αποκλειστικής επιμέλειας.

 

     Οι επιστημονικές έρευνες, τις οποίες μπορώ να σας παραθέσω, έχουν αποδείξει ότι η κοινή επιμέλεια και η εναλλασσόμενη κατοικία υπερέχουν της αποκλειστικής επιμέλειας. Οσο για την περίπτωση που χρησιμοποιήσατε ως παράδειγμα, όπου ένας εκ των γονέων επιλέξει άλλη πόλη διαμονής, η κατοικία του παιδιού θα πρέπει να είναι η συνήθης κατοικία του, δηλαδή η πόλη της τελευταίας κοινής διαμονής και ο γονιός που θέλει να μετακινηθεί θα πρέπει να φέρει το βάρος της απόδειξης ότι η μετακίνηση του τέκνου είναι προς το συμφέρον του, ανεξαρτήτως του φύλου του γονέα.

 

 

Από τη διατύπωση της επιχειρηματολογίας σας είναι ολοφάνερο ότι για εσάς η υπεροχή της αποκλειστικής επιμέλειας αποτελεί ένα στερεότυπο, ένα αυτονόητο, ένα δόγμα που δεν χρειάζεται καν απόδειξη.

 

Ο δικαστής, ειδικά στα παιδιά νηπιακής ηλικίας, δεν κρίνει ατομικά κατά περίπτωση, αλλά κατά τεκμήριο δίνει την αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα. Είναι ο μόνος που μπορεί να λάβει υπόψη όλες τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν την κάθε φορά κρινόμενη υπόθεση, αλλά τελικά «βλέπει» μόνο τις συνθήκες που ευνοούν τη μητέρα, ενώ αγνοεί επιδεικτικά οτιδήποτε είναι εις βάρος της. Αυτό βέβαια ονομάζεται μεροληψία και είναι αποτέλεσμα της προκατάληψης που κυριαρχεί στην Ελληνική Νομολογία, την οποία εσείς υπερασπίζεστε.

νομολογιακή γενίκευση, που επιβάλλει την αποκλειστική επιμέλεια στο δικαστή, αγνοεί ακριβώς τις ατομικές συνθήκες που μπορεί να διαφοροποιούν τη μία περίπτωση από την άλλη.

 

     Βεβαίως ο κάθε δικαστής πρέπει να είναι ελεύθερος στην κρίση του, αλλά πάντα μέσα στα όρια που του βάζει το Σύνταγμα. Τα δικαιώματα του παιδιού, όπως καθορίζονται από τη Διεθνή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, καταπατώνται βάναυσα από την Ελληνική Νομολογία και το έθιμο της αποκλειστικής επιμέλειας. Η σύμβαση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος των Ελλήνων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Για εσάς όμως αποτελεί νεκρό γράμμα. Είναι αντιφατικό να υπερασπίζεται ο δικαστής το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού με μεθόδους που καταπατούν κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση τα δικαιώματά του.

 

Το ελληνικό δίκαιο (και όχι μόνο) αφήνει, μέσω ιδίως γενικών ρητρών, ευρέα περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας στον δικαστή, αλλά στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων χορηγείται η αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα.

 

     Γράφετε ότι η αρχή της ισότητας δεν επιβάλλει ισοπεδωτική μεταχείριση όλων των περιπτώσεων, αλλά ίση μεταχείριση των όμοιων περιπτώσεων. Εδώ αυτόματα γεννάται η απορία γιατί στην Ελλάδα η ίση μεταχείριση των όμοιων περιπτώσεων δεν συμπεριλαμβάνει και τη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Η έκφρασή σας περί ανδροκρατικής αντίληψης, της οποίας πιστεύετε ότι είναι φορέας ο κ. Φούσκας, είναι μάλλον αδόκιμη. Από πουθενά στο κείμενό του δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Ο κ. Φούσκας δεν θέλει να εμποδίσει τον δικαστή να δίνει την επιμέλεια στη μητέρα, αλλά ζητάει από την Ελληνική Πολιτεία το αυτονόητο. Να μην αφαιρεί την επιμέλεια από τον πατέρα, μια άποψη καθαρά παιδοκεντρική. Επομένως μάλλον εσείς είστε φορέας μιας γυναικοκρατικής αντίληψης επιβεβαιώνοντας τον τίτλο που έδωσε ο κ. Φούσκας: «Ο σεξισμός καλά κρατεί».

 

     ΥΓ. Απάντησα μόνο στα θέματα που έθιξε ο κ. Σταθόπουλος. Στις δικαστικές αποφάσεις επαναλαμβάνονται πλήθος στερεότυπων γνωστικών σχημάτων, που είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με τα αποτελέσματα που παράγουν οι ίδιες δικαστικές αποφάσεις.

 

Τις απόψεις μου, τις παρουσίασα ολοκληρωμένες και τεκμηριωμένες στις 10 Δεκεμβρίου 2016 στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατροδικαστικής ως Ομιλητής στη Στρογγυλή Τράπεζα με τίτλο «Οταν η επιμέλεια του ανηλίκου κρίνεται στο δικαστήριο. Πώς μπορεί να προστατευτεί πραγματικά το καλύτερο συμφέρον του παιδιού;» και με θέμα εισήγησης: «Το νομολογιακό έθιμο της αποκλειστικής επιμέλειας, η προέλευσή του, η αντίθεσή του με τις σύγχρονες αντιλήψεις, οι άμεσες και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του στην υγεία».

 

Όποτε μου δώσετε την ευκαιρία μπορώ να παραθέσω για μια ακόμα φορά τις πηγές μου που επιβεβαιώνουν όσα αναφέρω.

 

     Σας προσκαλώ δημόσια κύριε υπουργέ, κύριε πρύτανη, κύριε καθηγητά, εν ονόματι της επιστήμης, να παραθέσετε στο κοινό τις επιστημονικές μελέτες που δικαιώνουν τις απόψεις σας. Διότι η νομολογία δεν είναι ούτε άμεση πηγή δικαίου ούτε επιστημονική μελέτη.

 

*Ιατρός νευρολόγος, μέλος του Διεθνούς και του Ελληνικού Συμβουλίου Κοινής Ανατροφής

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο κ. Λαδάκης  απάντησε στο πιο κάτω άρθρο του κ. Σταθόπουλου

για να δείτε το πρωτότυπο άρθρο πιέσατε ΕΔΩ

 

Μια απάντηση στον κ. Βασ. Φούσκα

 

03.04.2017,

Συντάκτης:  

Μιχάλης Σταθόπουλος*

     Διάβασα το άρθρο με τίτλο «Ο σεξισμός καλά κρατεί» (31/03/2017) του κ. Βασ. Φούσκα. Φαίνεται ότι ο αρθρογράφος βλέπει στο θέμα αυτό εφιάλτες κατεστημένων συμφερόντων και κυκλωμάτων δικηγορίας που θησαυρίζουν.

 

Φαίνεται επίσης να αγνοεί ότι εκτός από την επιμέλεια του παιδιού υπάρχουν και άλλα ζητήματα που ανήκουν στη γονική μέριμνα και δικαιολογούν τη σχετική διάκριση, την οποία χαρακτηρίζει, περιφρονητικά, λόγω της άγνοιάς του αυτής, «ελληνικά νομικά τερτίπια».

 

Οσο για το πράγματι κρίσιμο θέμα του τόπου της κατοικίας του παιδιού σε περίπτωση διαζυγίου, ο αρθρογράφος εισηγείται την εναλλακτική κατοικία όπου τα παιδιά θα διανυκτερεύουν ίδιες ημέρες της εβδομάδας με τον καθένα από τους γονείς, δηλαδή τα παιδιά θα αλλάζουν κάθε εβδομάδα κατοικία, π.χ. στα μέσα της εβδομάδας. Και αν οι γονείς μένουν σε διαφορετική πόλη, θα ταξιδεύουν τα παιδιά δύο φορές την εβδομάδα (μετάβαση και επιστροφή) σε διαφορετική πόλη!

 

Δεν αρνούμαι ότι η εναλλακτική αυτή κατοικία θα μπορούσε σε μια συγκεκριμένη περίπτωση να είναι η καλύτερη λύση.

 

Το ελληνικό δίκαιο δίνει το δικαίωμα στον δικαστή να προβλέψει τέτοια άσκηση κοινής επιμέλειας ή, πολύ περισσότερο, να προβλέψει μία μεν κατοικία για το παιδί, με κατά τα λοιπά κοινή επιμέλεια (η καλύτερη κατά τη γνώμη μου λύση, όταν δεν κρίνεται σκόπιμη -όπως μάλλον κατά κανόνα θα συμβαίνει- η εναλλαγή της κατοικίας).

 

Αλλά ο δικαστής είναι που θα κρίνει τούτο σε κάθε ατομική περίπτωση.

 

Είναι ο μόνος που μπορεί να λάβει υπόψη όλες τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν την κάθε φορά κρινόμενη υπόθεση.

 

Η νομοθετική γενίκευση που θα επέβαλλε τη λύση αυτή στον δικαστή θα αγνοούσε ακριβώς τις ατομικές συνθήκες που μπορεί να διαφοροποιούν τη μία περίπτωση από την άλλη.

 

Στην ατομική περίπτωση κρίνεται τελικά τι συμφέρει το παιδί και αυτό μπορεί να το αποφασίσει ο δικαστής (αρμόδιος για την εξατομικεύουσα δικαιοσύνη, που είναι σημαντική διάσταση της Δικαιοσύνης) και όχι ο νομοθέτης (αρμόδιος για τη γενικεύουσα δικαιοσύνη).

 

Γι’ αυτό, το ελληνικό δίκαιο (και όχι μόνο) αφήνει, μέσω ιδίως γενικών ρητρών, ευρέα περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας στον δικαστή.

 

Η αρχή της ισότητας δεν επιβάλλει ισοπεδωτική μεταχείριση όλων των περιπτώσεων, αλλά ίση μεταχείριση των όμοιων περιπτώσεων.

 

Η εντύπωσή μου από το άρθρο είναι ότι ο αρθρογράφος εκφράζει (ίσως ακούσια) μια ανδροκρατική αντίληψη (κίνηση που έχει τα τελευταία χρόνια διάδοση στην Ελλάδα), η οποία υπό το πρόσχημα της ισότητας (την οποία όμως εννοούν κατά τρόπο παραγνωρίζοντα τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης) θέλει να εμποδίσει τον δικαστή να δίνει την επιμέλεια στη μητέρα ακόμη και όταν κρίνει, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, ότι τούτο επιβάλλεται στην εξεταζόμενη υπόθεση.

*Ακαδημαϊκός και πρώην υπουργός 

 

 

Ο κ. Σταθόπουλος απάντησε στο πιο κάτω άρθρο του κ. Β. Φούσκα

για να δείτε το πρωτότυπο άρθρο πιέσατε ΕΔΩ

 

 

Ο σεξισμός καλά κρατεί

 

31.03.2017

Συντάκτης:

Βασίλης Κων. Φούσκας *

     Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι είναι κόμμα της κοινωνικής ισότητας, της οικολογίας και του φεμινισμού. Ωστόσο, κατά τα λεγόμενα του υπουργού του κ. Κοντονή στην πρόσφατη συζήτησή του στη Βουλή με τον κ. Λοβέρδο, ισότητα δεν μπορεί να υπάρξει όταν υπάρχουν παιδιά, διότι για αυτά, ειδικά όταν είναι στη νηπιακή ηλικία, η επιμελήτρια είναι κατ’ ανάγκη η μητέρα, διότι είναι αυτή που χρειάζονται περισσότερο τα παιδιά.

 

Υπάρχει δε στον νόμο, συνέχισε ο υπουργός, διάκριση μεταξύ «γονικής ισότητας» και «επιμέλειας», όπου η πρώτη ασκείται και από τους δύο γονείς, ενώ η δεύτερη, αναγκαστικά, από έναν γονέα, διότι το παιδί δεν μπορεί να εναλλάσσει κατοικία.

 

Αρα έχουμε μια επιμελήτρια και κάποιον που επικοινωνεί κάποιες μέρες την εβδομάδα. Δηλαδή έναν πολίτη πρώτης και έναν πολίτη δεύτερης κατηγορίας, ο οποίος, συνήθως, ζητείται να καταβάλλει ανήκουστα ποσά διατροφής.

 

Αναφέρθηκε δε επίσης σε ανεύθυνους γονείς που μαλώνουν για περιουσιακά ζητήματα και την πληρώνουν τα παιδιά, ενώ τόνισε ότι τα δικαστήρια, πολλές φορές, κρίνουν δίκαια, διότι αν οι γονείς δεν είναι κατάλληλοι οι δικαστές αφαιρούν ακόμα και από τους δύο γονείς την επιμέλεια.

 

Αρα ο Αστικός Κώδικας και το οικογενειακό δίκαιο σ’ αυτά τα σημεία δεν επιδέχονται μεταρρύθμιση και όλα βαίνουν καλώς με το υπάρχον σύστημα. Δεν φταίνε ούτε οι δικαστές ούτε η δομή και το νομικό πλαίσιο του συστήματος. Οι γονείς φταίνε.

 

Είναι λυπηρό που αυτά ειπώθηκαν από τον υπουργό μιας προοδευτικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, είναι άξιον απορίας το ότι ο υπουργός αγνόησε ένα τεράστιο πλαίσιο διεθνών συμβάσεων και δικαιωμάτων του παιδιού, ειδικά σε επίπεδο ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της χώρας, συμβάσεων που έχει υπογράψει η χώρα μας και έχουν μεγαλύτερη ισχύ από το αστικό δίκαιο που επικαλέστηκε.

 

Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο ο ενέχων σεξισμός του λόγου του υπουργού, που δεν έχει ουδεμία επιστημονική τεκμηρίωση, ειδικά όταν τα παραδείγματα γονεϊκής αποξένωσης αφθονούν.

 

Παιδιά που μένουν με τον έναν γονέα, ειδικά σε περιπτώσεις που υπάρχει αντιδικία, επιδέχονται αφόρητη πίεση και πλύση εγκεφάλου όχι μόνο από την επιμελήτρια, αλλά και από το ευρύτερο γονεϊκό περιβάλλον (θείες, γιαγιάδες κ.λπ.).

 

Τα θέματα δεν είναι μόνο αυτά. Ακόμα, οι επιμελήτριες μπορούν να μετακινούνται με τα παιδιά από πόλη σε πόλη ή και στο εξωτερικό, εφόσον τα δικαστήρια πάντα συντάσσονται με την επιμελήτρια, δηλαδή τη μητέρα.

 

Σήμερα, εποχή παγκοσμιοποίησης και αυξημένης κοινωνικής κινητικότητας, η μητέρα μπορεί να αλλάξει τόπο κατοικίας και να μεταβεί στο εξωτερικό με το παιδί της όταν παρουσιάσει οποιονδήποτε λόγο, π.χ. ύπαρξη νέου συντρόφου ή προσφορά εργασίας.

 

Η διάκριση δε μεταξύ «κοινής γονικής μέριμνας» και «επιμέλειας» είναι ένα ελληνικό νομικό τερτίπι που δεν έχει παρόμοιό του πουθενά στον κόσμο. Στην πράξη, η «γονική ισότητα» δεν έχει ουδένα νόημα. Αυτό που μετράει είναι η σεξιστική ρύθμιση της «επιμέλειας», δηλαδή ο τόπος μόνιμης κατοικίας του παιδιού.

 

Εδώ είναι η ουσία. Διότι η επιμελήτρια έχει το επιπλέον οικονομικό πλεονέκτημα απολαβής διατροφής για το ανήλικο τέκνο, την οποία καταβάλλει ο μη ασκών την επιμέλεια. Η καταβαλλόμενη διατροφή δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα για τον παραλήπτη, ούτε και πλεονέκτημα φοροαπαλλαγής του καταβάλλοντος. Πρόκειται για ένα είδος «μαύρης αγοράς».

 

Αν κατοχυρωθεί στον νόμο η συνεπιμέλεια, δηλαδή η εναλλακτική κατοικία όπου τα παιδιά θα διανυκτερεύουν ίδιες ημέρες της εβδομάδας με τον καθένα από τους γονείς, τότε το 90% των αντιδικιών στα δικαστήρια θα έπαυε να υφίσταται διότι κανένας από τους δύο γονείς δεν θα έχει υλικό κίνητρο να διεκδικεί τα παιδιά ως απόλυτη ιδιοκτησία του με στόχο να αιτεί υψηλά ποσά διατροφής.

 

Ετσι, το σεξιστικό πλαίσιο των περασμένων αιώνων που υιοθετεί ο υπουργός (και πίσω από το οποίο κρύβεται το δικαστικό σώμα) είναι άκρως συγκρουσιακό, αναπαράγει την αντιδικία μεταξύ των γονέων, υποβαστάζοντας ένα τεράστιο κύκλωμα δικηγορίας που θησαυρίζει σε βάρος των γονέων και, σε τελική ανάλυση, σε βάρος των παιδιών. Γιατί τα λεφτά που σπαταλιούνται σε άσκοπες αντιδικίες να μην αποταμιεύονται για το μέλλον των παιδιών;

 

Η τοποθέτηση του κ. Κοντονή δεν υπηρετεί την ισότητα των δύο φύλων και ταυτόχρονα συντάσσεται με κατεστημένα δικηγορικά συμφέροντα. Αυτό, ακόμα, βολεύει το δικαστικό σώμα που είναι ανήμπορο να πάρει αποφάσεις παιδοκεντρικού χαρακτήρα, διότι αυτό θα σήμαινε έμπρακτη εφαρμογή της ισότητας των δύο φύλων και απομάκρυνσης από το σεξιστικό πρότυπο απομόνωσης της μητέρας στον ρόλο του ιδιωτικού τροφού και του πατέρα στον ρόλο του δημόσιου χρηματοδότη.

 

Η μόνη άμεση υπηρεσία που θα μπορούσε να προσφέρει ο υπουργός σε αυτόν τον τομέα είναι να ακούσει τα σοφά λόγια του κ. Λοβέρδου και να φέρει το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια στη Βουλή τώρα.

 

* τακτικός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στη Νομική και Οικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Ανατολικού Λονδίνου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *